στολμός: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2:")
m (Text replacement - "\] (\w+), (\w+)(:\.)" to "] $1, :.")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 13: Line 13:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0946.png Seite 946]] ὁ, poet. statt [[στολισμός]]; πρόστερνοι στολμοὶ πέπλων, Aesch. Ch. 29, vgl. Suppl. 696; μέλανα στολμὸν πέπλων, Eur. Al. 215; στολμὸν χρωτὸς ποικίλων πέπλων, Andr. 148, u. öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0946.png Seite 946]] ὁ, poet. statt [[στολισμός]]; πρόστερνοι στολμοὶ πέπλων, Aesch. Ch. 29, vgl. Suppl. 696; μέλανα στολμὸν πέπλων, Eur. Al. 215; στολμὸν χρωτὸς ποικίλων πέπλων, Andr. 148, u. öfter.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''στολμός''': , = [[στολή]], [[ἔνδυμα]], ἐνδυμασία, «στολισμὸς» Ἡσύχ., Εὐρ. Ἱκέτ. 1055· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ προσδιορισμοῦ, πρόστερνοι στ. πέπλων Αἰσχύλ. Χο. 29· μέλανα στ. πέπλων Εὐρ. Ἄλκ. 215, πρβλ. 819, 923·
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action de s'équiper ; équipement, habillement, tissu.<br />'''Étymologie:''' [[στέλλω]].
}}
{{elnl
|elnltext=στολμός -οῦ, [στέλλω] [[uitrusting]], [[kleding]]:. μέλανα στολμὸν πέπλων zwarte kleding bestaande uit peploi (d.w.z. zwarte peploi) Eur. Alc. 216.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=οῦ () :<br />action de s’équiper ; équipement, habillement, tissu.<br />'''Étymologie:''' [[στέλλω]].
|elrutext='''στολμός:''' [[στέλλω]]<br /><b class="num">1</b> [[одеяние]], [[облачение]], [[наряд]]: πέπλων μέλανες στολμοί Eur. черные одежды;<br /><b class="num">2</b> [[убор]]: τέκνα στολμοῖσι νεκρῶν κρᾶτας ἑξεστεμμένα Eur. дети с траурным убором на голове; στεφέων στολμοί Eur. убор из гирлянд; στολμοὶ λαίφους Aesch. паруса.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''στολμός:''' ὁ, = [[στολή]] II, σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''στολμός:''' ὁ, = [[στολή]] II, σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στολμός:''' ὁ [[στέλλω]]<br /><b class="num">1)</b> одеяние, облачение, наряд: πέπλων μέλανες στολμοί Eur. черные одежды;<br /><b class="num">2)</b> [[убор]]: τέκνα στολμοῖσι νεκρῶν κρᾶτας ἑξεστεμμένα Eur. дети с траурным убором на голове; στεφέων στολμοί Eur. убор из гирлянд; στολμοὶ λαίφους Aesch. паруса.
|lstext='''στολμός''': , = [[στολή]], [[ἔνδυμα]], ἐνδυμασία, «στολισμὸς» Ἡσύχ., Εὐρ. Ἱκέτ. 1055· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ προσδιορισμοῦ, πρόστερνοι στ. πέπλων Αἰσχύλ. Χο. 29· μέλανα στ. πέπλων Εὐρ. Ἄλκ. 215, πρβλ. 819, 923·
}}
{{elnl
|elnltext=στολμός -οῦ, ὁ [στέλλω] uitrusting, kleding:. μέλανα στολμὸν πέπλων zwarte kleding bestaande uit peploi (d.w.z. zwarte peploi) Eur. Alc. 216.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 20:05, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στολμός Medium diacritics: στολμός Low diacritics: στολμός Capitals: ΣΤΟΛΜΟΣ
Transliteration A: stolmós Transliteration B: stolmos Transliteration C: stolmos Beta Code: stolmo/s

English (LSJ)

ὁ, = στολή, equipment, raiment, E.Supp.1055; but mostly with a word added, πρόστερνοι σ. πέπλων A.Ch.29 (lyr.); μέλανα σ. πέπλων E.Alc.216 (lyr.), cf. 923 (anap.); στολμοὺς μελαμπέπλους ib.818; also σ. τε χρωτὸς τῶνδε . . πέπλων over the body, Id.Andr.148; also of chaplets, στεφέων ἱεροὺς σ. Id.Tr.258 (lyr.), cf. HF526; also of sails, στολμοί τε λαίφους A.Supp.715.

German (Pape)

[Seite 946] ὁ, poet. statt στολισμός; πρόστερνοι στολμοὶ πέπλων, Aesch. Ch. 29, vgl. Suppl. 696; μέλανα στολμὸν πέπλων, Eur. Al. 215; στολμὸν χρωτὸς ποικίλων πέπλων, Andr. 148, u. öfter.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de s'équiper ; équipement, habillement, tissu.
Étymologie: στέλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στολμός -οῦ, ὁ [στέλλω] uitrusting, kleding:. μέλανα στολμὸν πέπλων zwarte kleding bestaande uit peploi (d.w.z. zwarte peploi) Eur. Alc. 216.

Russian (Dvoretsky)

στολμός:στέλλω
1 одеяние, облачение, наряд: πέπλων μέλανες στολμοί Eur. черные одежды;
2 убор: τέκνα στολμοῖσι νεκρῶν κρᾶτας ἑξεστεμμένα Eur. дети с траурным убором на голове; στεφέων στολμοί Eur. убор из гирлянд; στολμοὶ λαίφους Aesch. паруса.

Greek Monolingual

ὁ, Α
στολή, ενδυμασία, στολισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα στολ- του στέλλω + κατάλ. -μός (πρβλ. κορμός), βλ. και λ. στέλλω.

Greek Monotonic

στολμός: ὁ, = στολή II, σε Αισχύλ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

στολμός: ὁ, = στολή, ἔνδυμα, ἐνδυμασία, «στολισμὸς» Ἡσύχ., Εὐρ. Ἱκέτ. 1055· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ προσδιορισμοῦ, πρόστερνοι στ. πέπλων Αἰσχύλ. Χο. 29· μέλανα στ. πέπλων Εὐρ. Ἄλκ. 215, πρβλ. 819, 923·

Middle Liddell

στολμός, οῦ, ὁ, = στολή II, Aesch., Eur.]

English (Woodhouse)

dress

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)