καρηκομόωντες: Difference between revisions
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=ἤ [[κάρη]] (=μέ μακριά μαλλιά). Ἀπό τό [[κάρη]] (=κεφάλι) + [[κομάω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |mantxt=ἤ [[κάρη]] (=μέ μακριά μαλλιά). Ἀπό τό [[κάρη]] (=[[κεφάλι]]) + [[κομάω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 November 2022
English (LSJ)
οἱ, (κομάω) with hair on the head, long-haired, epithet of the Achaians, Il.2.11, al. (sed divisim scrib.): Com. metaph., ἐχῖνοι κ. ἀκάνθαις Matro Conv.18:—hence Verb καρηκομόω, coined by Diog.Ep.19.
German (Pape)
[Seite 1327] οἱ, die Hauptbehaarten, Hauptumlockten, Ἀχαιοί, Hom. oft, die ihr Haar am ganzen Kopfe wachsen ließen, während die Abanten das Haar nur am Hinterkopfe stehen ließen, ὄπιθεν κομόωντες; καρ. ἑταῖροι Odyss. 2, 408; Matro bei Ath. IV, 135 a ἐχίνους καρηκομόωντας ἀκάνθαις. Das Verbum καρηκομάω kommt nicht vor.
French (Bailly abrégé)
v. καρηκομάω.
English (Autenrieth)
long-haired; epithet of the Achaeans, who cut their hair only in mourning or on taking a vow, Il. 23.146, 151, while slaves and Orientals habitually shaved their heads.
Greek Monolingual
οι (Α καρηκομόωντες και κάρη κομόωντες) νεοελλ. ειρωνική λόγια απόδοση του «μαλλιαροί», δηλ. δημοτικιστές
αρχ.
(στον Όμ. μτχ. του άχρ. ρ. καρηκομάω)
1. (για τους Αχαιούς) αυτοί που έχουν μακριά και πυκνή κόμη
2. μτφ. κωμ. επίθ. για τους αχινούς, λόγω τών αγκαθιών τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρη «κεφαλή» + κομόωντες, ονομ. πληθ. της επικ. μτχ. ενεστ. του ρ. κομάω «τρέφω κόμη»].
Greek Monotonic
κᾰρηκομόωντες: οἱ (κομόω), αυτοί που έχουν μακριά μαλλιά στο κεφάλι, μακρυμάλληδες, λέγεται για τους Αχαιούς που άφηναν να μεγαλώσουν όλα τα μαλλιά τους (ενώ οι Άβαντες, διατηρούσαν μαλλιά μόνο στο πίσω μέρος του κεφαλιού, γι' αυτό και ονομάζονταν ὄπισθεν κομόωντες), σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
καρηκομόωντες: тж. раздельно [part. praes. pl. к *καρηκομάω обросшие волосами, длинноволосые (Ἀχαιοί Hom.).
Middle Liddell
κομάω
with hair on the head, long-haired, of the Achaians, who let all their hair grow (whereas the Abantes, who wore theirs long only at the back of the head, were called ὄπιθεν κομόωντεσ), Il.
Mantoulidis Etymological
ἤ κάρη (=μέ μακριά μαλλιά). Ἀπό τό κάρη (=κεφάλι) + κομάω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.