λᾶς: Difference between revisions
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=ὁ (=[[πέτρα]]). Ἀρχικά ἦταν λᾶϝας. Ἔχει σχέση μέ τά: [[λεύς]] (δωρ. [[τύπος]] [[ἀντί]] [[λᾶας]]), [[λεύω]] (=πετροβολῶ), [[λεύσιμος]]. Ἀπό τό [[λᾶας]] παράγωγα: [[λᾶϊγξ]] (=λιθάρι), λάινος (=[[πέτρινος]]), [[λατόμος]]. | |mantxt=ὁ (=[[πέτρα]]). Ἀρχικά ἦταν λᾶϝας. Ἔχει σχέση μέ τά: [[λεύς]] (δωρ. [[τύπος]] [[ἀντί]] [[λᾶας]]), [[λεύω]] (=[[πετροβολῶ]]), [[λεύσιμος]]. Ἀπό τό [[λᾶας]] παράγωγα: [[λᾶϊγξ]] (=[[λιθάρι]]), λάινος (=[[πέτρινος]]), [[λατόμος]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, att. zusammengezogen aus [[λᾶας]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:20, 29 November 2022
English (LSJ)
v. λᾶας, Hsch.; v. λαστρυγυλίας.
French (Bailly abrégé)
v. λᾶας.
Greek (Liddell-Scott)
λᾶς: λᾶος, ὁ, λίθος, Ἀττ. συνῃρ. ἀντὶ λᾶας, ὃ ἴδε.
Greek Monotonic
λᾶς: λᾶος, ὁ, λίθος, πέτρα, Αττ. συνηρ. αντί λᾶας.
Mantoulidis Etymological
ὁ (=πέτρα). Ἀρχικά ἦταν λᾶϝας. Ἔχει σχέση μέ τά: λεύς (δωρ. τύπος ἀντί λᾶας), λεύω (=πετροβολῶ), λεύσιμος. Ἀπό τό λᾶας παράγωγα: λᾶϊγξ (=λιθάρι), λάινος (=πέτρινος), λατόμος.
German (Pape)
ὁ, att. zusammengezogen aus λᾶας.