στρεβλότης: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 , $3$4 ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=στρεβλότης -ητος, ἡ [στρεβλός] kromheid, kromming.
|elnltext=στρεβλότης -ητος, ἡ [στρεβλός] [[kromheid]], [[kromming]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:41, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρεβλότης Medium diacritics: στρεβλότης Low diacritics: στρεβλότης Capitals: ΣΤΡΕΒΛΟΤΗΣ
Transliteration A: streblótēs Transliteration B: streblotēs Transliteration C: strevlotis Beta Code: streblo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, A being twisted, crookedness, τῆς αἰχμῆς Plu.Mar.25; καμπαῖς καὶ στρεβλότησι, of roads in an ant-heap, Id.2.968b. II frowardness, perversity, Aq., Thd.Pr.4.24, Aq., Al.ib.6.14.

German (Pape)

[Seite 953] ητος, ἡ, das Gedrehtsein, die Krümmung; αἰχμῆς, Plut. Mar. 15; Gegensatz von εὐθύτης, S. Emp. adv. phys. 2, 272.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 détours tortueux;
2 courbe (d'un glaive).
Étymologie: στρεβλός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρεβλότης -ητος, ἡ [στρεβλός] kromheid, kromming.

Russian (Dvoretsky)

στρεβλότης: ητος ἡ
1 изогнутость, кривизна (τῆς αἰχμῆς Plut.);
2 извилина (καμπαὶ καὶ στρεβλότητες, sc. τῆς καθόδου Plut.).

Greek Monotonic

στρεβλότης: -ητος, ἡ, συστροφή, καμπυλότητα, καμπή, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

στρεβλότης: -ητος, ἡ, διαστροφή, συστροφή, τὸ νὰ εἶναι τις διεστραμμένος, ἐστρεβλωμένος, κεκαμμένος, τῆς αἰχμῆς Πλουτ. Μάρ. 35· καμπαῖς καὶ στρεβλότησι, ἐπὶ ὁδῶν, ὁ αὐτ. 9. 968Α.

Middle Liddell

στρεβλότης, ητος, ἡ,
crookedness, Plut.