γραμματοφυλάκιον: Difference between revisions

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=[[γραμματοφυλάκιον]] -ου, τό [[γράμμα]], [[φύλαξ]] archief.
|elnltext=[[γραμματοφυλάκιον]] -ου, τό [[γράμμα]], [[φύλαξ]] [[archief]].
}}
}}

Revision as of 13:46, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γραμμᾰτοφῠλάκιον Medium diacritics: γραμματοφυλάκιον Low diacritics: γραμματοφυλάκιον Capitals: ΓΡΑΜΜΑΤΟΦΥΛΑΚΙΟΝ
Transliteration A: grammatophylákion Transliteration B: grammatophylakion Transliteration C: grammatofylakion Beta Code: grammatofula/kion

English (LSJ)

[ᾰκ], τό, A a place for keeping records, Plu.Arist.21, OGI669.23 (i A. D.), IG5(2).516 (Lycosura, i A. D.), 5(1).20 (Sparta, ii A. D.): in plural, τὰ τῆς πόλεως γ. BGU913.4 (iii A. D.). II deed-box, EM412.38.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 archivo ἐν τοῖς δημοσίοις γραμματοφυλακίοις ITemple of Hibis 4.23 (I d.C.), cf. IG 5(2).516.31 (Licosura I d.C.), Thasos 185.13 (I d.C.), SEG 38.735.6 (Tracia I/II d.C.), IG 5(1).20A.4 (Esparta II d.C.), καταπρησθῆναι γ. I.BI 7.55, ἀράμενός θ' ὑδρίαν ἀπὸ τοῦ γραμματοφυλακίου Plu.Arist.21, ἐν ἀγοραῖς καὶ γραμματοφυλακίοις ... κυλινδεῖσθαι S.E.M.2.27, cf. Vlp.Dig.48.19.9.6, BGU 913.4 (III d.C.).
2 cofre παρὰ Δελφοῖς ζύγαστρον καλεῖται τὸ γ. EM 412.32G.

German (Pape)

[Seite 504] τό, dasselbe, Plut. Arist. 21.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dépôt d'archives.
Étymologie: γράμμα, φύλαξ.

Greek (Liddell-Scott)

γραμμᾰτοφῡλάκιον: τό, κιβώτιον πρὸς φύλαξιν ἐγγράφων, Πλούτ. Ἀριστείδ. 21, Συλλ. Ἐπιγρ. 4094, 4247· ὡσαύτως –εῖον Πλούτ. 2. 520Β, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 2. 27.

Greek Monotonic

γραμμᾰτοφῠλάκιον: τό (φυλακή), κουτί στο οποίο φυλάσσονται τα αρχεία, τα πρακτικά, τα έγγραφα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

φυλακή
a box for keeping records, Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γραμματοφυλάκιον -ου, τό γράμμα, φύλαξ archief.