κατηβολή: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατηβολή -ῆς, ἡ [καταβάλλω] koortsaanval.
|elnltext=κατηβολή -ῆς, ἡ [καταβάλλω] [[koortsaanval]].
}}
}}

Revision as of 13:49, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατηβολή Medium diacritics: κατηβολή Low diacritics: κατηβολή Capitals: ΚΑΤΗΒΟΛΗ
Transliteration A: katēbolḗ Transliteration B: katēbolē Transliteration C: kativoli Beta Code: kathbolh/

English (LSJ)

ἡ, A = τὸ ἐπιβάλλον, E.Frr.614,750. 2 = καταβολή 111, Hp. ap. Gal.19.11c, Pl.Hp. Mi.372e (cf. Sch.), Hsch., Phot. 3 = θυσία, τελετή, τὰ νομιζόμενα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1400] ἡ (vgl. καταβολή), Fieberanfall, Ohnmacht, Galen.; vgl. Lob. zu Phryn. 699.

Greek (Liddell-Scott)

κατηβολή: ἴδε καταβολὴ ἐν τέλει.

Greek Monolingual

κατηβολή, ἡ (Α)
1. είδος εφήμερου εντόμου, για το οποίο λέγεται ότι γεννιέται και πεθαίνει την ίδια μέρα, το επιβάλλον (βλ. επιβάλλω)
2. περιοδική προσβολή νόσου, κρίση, παροξυσμός
3. επιβολή, αξίωμα
4. (κατά τον Ησύχ.) «θυσία, τελετή, τὰ νομιζόμενα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -βολή (< βάλλω)
το -η- ερμηνεύεται αναλογικά προς τους τ. επ-ήκοος, επ-ημοιβός, όπου το -η είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει» (βλ. και επήβολος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατηβολή -ῆς, ἡ [καταβάλλω] koortsaanval.