παραπύημα: Difference between revisions
From LSJ
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)" to "") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παραπύημα -ατος, τό [παρά, πύον] etter. | |elnltext=παραπύημα -ατος, τό [παρά, πύον] [[etter]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:49, 29 November 2022
English (LSJ)
ατος, τό, suppuration, Hp.Mochl.5 (pl.).
German (Pape)
[Seite 496] τό, Eiterung daneben, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
παραπύημα: τό, πύωσις,«ἔμπυασμα», Ἱππ. Μοχλ. 848· κοινὴ γραφὴ παραποίημα.
Greek Monolingual
τὸ, Α
εμπύηση, εμπύημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πύον, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. παραπυῶ / -έω (πρβλ. αποπύημα)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραπύημα -ατος, τό [παρά, πύον] etter.