κόλασμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κόλασμα -τος, τό [κολάζω] straf.
|elnltext=κόλασμα -τος, τό [κολάζω] [[straf]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:49, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόλασμα Medium diacritics: κόλασμα Low diacritics: κόλασμα Capitals: ΚΟΛΑΣΜΑ
Transliteration A: kólasma Transliteration B: kolasma Transliteration C: kolasma Beta Code: ko/lasma

English (LSJ)

ατος, τό, chastisement, Ar.Fr.385, X.Cyr.3.1.23, Critias 25.4 D., AP5.217.7 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1472] τό, Züchtigung, Strafe; Xen. Cyr. 3, 1, 19; Plut. Crass. 10; Agath. 14 (V, 218).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
châtiment, peine.
Étymologie: κολάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόλασμα -τος, τό [κολάζω] straf.

Russian (Dvoretsky)

κόλασμα: ατος τό наказание, кара, взыскание Xen., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κόλασμα: τό, τιμωρία, Ἀριστ. παρ’ Α. Β. 105, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 23, Κριτίας 9. 4.

Greek Monolingual

το (Α κόλασμα) κολάζω
νεοελλ.
1. αυτό που γίνεται για επανόρθωση κακής εντύπωσης
2. παρακίνηση σε αμαρτία, αμάρτημα, πονηρή σκέψη, σκανδάλισμα, πειρασμός
αρχ.
κολασμός, τιμωρίακόλασμα τοῖς κακοῖς ἐγίγνετο», Κριτί.).

Greek Monotonic

κόλασμα: -ατος, τό (κολάζω), μαστίγωση, τιμωρία, σε Ξεν.

Middle Liddell

κόλασμα, ατος, τό, κολάζω
chastisement, Xen.

Translations

Finnish: kuritus, nuhtelu, ojennus, ojentaminen; French: châtiment; German: Strafe; Ancient Greek: κόλασις; Irish: ceartú; Italian: castigo; Serbo-Croatian: кажњавање