περιρροή: Difference between revisions
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=περιρροή -ῆς, ἡ [περιρρέω] eromheen stromend water. | |elnltext=περιρροή -ῆς, ἡ [περιρρέω] [[eromheen stromend water]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:49, 29 November 2022
English (LSJ)
ἡ, A flowing round, ὡς ἂν ἑκάστοις [τοῖς ποταμοῖς] τύχῃ… ἡ π. γιγνομένη according as each flows round, Pl.Phd.111e. II fluid, ξὺν π. αἱμάλωψ Aret.CD1.13.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
écoulement (d'un fleuve, etc.) vers un point déterminé.
Étymologie: περιρρέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιρροή -ῆς, ἡ [περιρρέω] eromheen stromend water.
Russian (Dvoretsky)
περιρροή: ἡ стекание, сток Plat.
Greek Monolingual
ἡ, Α περιρρέω
1. η ροή, το ρεύμα από τα γύρω («ὡς ἄν ἑκάστοις [τοῖς ποταμοῖς] τύχῃ... ἡ περιρροὴ γιγνομένη» — όπως κυλάει κάθε ποταμός από τα πέριξ, Πλάτ.)
2. το ρευστό.
Greek Monotonic
περιρροή: ἡ (περιρρέω), ροή γύρω από, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
περιρροή: ἡ, ῥοὴ ἐκ τῶν πέριξ, ὡς ἂν ἑκάστοις [τοῖς ποταμοῖς] τύχη... ἡ περ. γιγνομένη, ὡς ἕκαστος ῥέει ὁλόγυρα, Πλάτ. Φαίδων 111Ε.
Middle Liddell
περιρροή, ἡ, περιρρέω
a flowing round, Plat.
German (Pape)
ἡ, das Herum-, Umherfließen, der Abfluß und Zusammenfluß wohin, Plat. Phaed. 111e.