πλανύττω: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πλανύττω [πλάνος] zwerven.
|elnltext=πλανύττω [πλάνος] [[zwerven]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:50, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰνύττω Medium diacritics: πλανύττω Low diacritics: πλανύττω Capitals: ΠΛΑΝΥΤΤΩ
Transliteration A: planýttō Transliteration B: planyttō Transliteration C: planytto Beta Code: planu/ttw

English (LSJ)

= πλανάομαι, wander about, Ar.Av.3.

German (Pape)

[Seite 625] = πλανάομαι, umherirren, Ar. Av. 3.

French (Bailly abrégé)

errer.
Étymologie: πλάνη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλανύττω [πλάνος] zwerven.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰνύττω: бродить, блуждать Arph.

Greek Monolingual

ΜΑ, πλανύσσω Α
περιφέρομαι εδώ κι εκεί, πλανώμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σε -ύττω, πιθ. ποιητικός τ. αντί του πλανῶμαι. Ο τ. πλαν-ύσσω πιθ. κατά τα ἀλύσσω, πτερύσσω].

Greek Monotonic

πλᾰνύττω: = πλανάομαι, περιπλανιέμαι ολόγυρα, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰνύττω: πλανάομαι, περιπλανῶμαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 3.

Middle Liddell

πλᾰνύττω, = πλανάομαι]
to wander about, Ar.