κατάμομφος: Difference between revisions
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κατάμομφος -ον [καταμέμφομαι] afkeurenswaardig. | |elnltext=κατάμομφος -ον [καταμέμφομαι] [[afkeurenswaardig]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:50, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, liable to blame, inauspicious, A.Ag.145 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1364] dem Tadel unterworfen, tadelhaft, φάσματα Aesch. Ag. 143.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
blâmable ; fâcheux.
Étymologie: κατά, μέμφομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάμομφος -ον [καταμέμφομαι] afkeurenswaardig.
Russian (Dvoretsky)
κατάμομφος: достойный порицания, дурной, тягостный (φάσματα Aesch.).
Greek Monolingual
κατάμομφος, -ον (Α)
1. άξιος μομφής
2. δυσοίωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -μομφος (< μομφή < μέμφομαι), πρβλ. άμομφος, επίμομφος].
Greek Monotonic
κατάμομφος: -ον (καταμέμφομαι), αξιοκατάκριτος, δυσμενής, δυσοίωνος, κακότυχος, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
κατάμομφος: -ον, κατάμεμπτος, ἄξιος μομφῆς, δυσοίωνος, κατάμομφα φάσματα Αἰσχύλ. Ἀγ. 145.
Middle Liddell
κατάμομφος, ον καταμέμφομαι
liable to blame, inauspicious, Aesch.