προπομπεύω: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προπομπεύω [προπομπή] in processie begeleiden.
|elnltext=προπομπεύω [προπομπή] [[in processie begeleiden]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:50, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπομπεύω Medium diacritics: προπομπεύω Low diacritics: προπομπεύω Capitals: ΠΡΟΠΟΜΠΕΥΩ
Transliteration A: propompeúō Transliteration B: propompeuō Transliteration C: propompeyo Beta Code: propompeu/w

English (LSJ)

go before in a procession, Posidon.36 J.; βοΐ ἀξίᾳ τῆς θεοῦ Inscr.Prien.109.215 (ii B.C.); τινος before him or it, Plu.2.365b, Luc. Merc.Cond.25, Hdn.5.6.8; Ἡλίου Jul.Or.4.154b: abs., Hdn.2.8.6; τὸν θεόν POxy.1381.19(ii A.D.): metaph., πρό τινος Iamb. Myst.2.4.

German (Pape)

[Seite 741] bei einem feierlichen Aufzuge vorangehen, Luc. merc. cond. 25 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

1 intr. marcher en tête d'une procession ; en gén. marcher en tête, former l'avant-garde;
2 tr. accompagner ou escorter processionnellement ; en gén. accompagner, faire cortège.
Étymologie: πρό, πομπεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προπομπεύω [προπομπή] in processie begeleiden.

Russian (Dvoretsky)

προπομπεύω: идти во главе шествия, предшествовать (τινός Luc., Plut.).

Greek Monolingual

Α
1. προπορεύομαι σε πομπή
2. φέρνω κάτι μπροστά σε κάποιον με πομπή
3. συνοδεύω κάποιον για παροχή προστασίας και για λόγους ευγενείας
4. θριαμβεύω, στέφομαι με λαμπρή επιτυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πομπεύω «συνοδεύω ως πομπός»].

Greek Monotonic

προπομπεύω: (προπομπός), μέλ. -σω, αυτός που βαδίζει από πριν, προπορεύεται σε μια πομπή, τινός πριν από αυτόν ή αυτό, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

προπομπεύω: προπορεύομαι ἐν πομπῇ, τινὸς Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 25, Πλούτ. 2. 365Α, Ἡρῳδιαν. 5. 6. ἀπολ., Ἡρῳδιαν. 2. 13, κτλ. 2) φέρω τι ἐν πομπῇ πρό τινος, προπομπεύειν ῥάβδους ἐνομοθέτησεν (ὁ Ρωμύλος) Αἰλ. περὶ Ζῴων 10, 22.

Middle Liddell

fut. σω προπομπός
to go before in a procession, τινός before him or it, Luc.