πολυπαίπαλος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολυπαίπαλος -ον [πολύς, παιπάλη] zeer gewiekst.
|elnltext=πολυπαίπαλος -ον [πολύς, παιπάλη] [[zeer gewiekst]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:53, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυπαίπᾰλος Medium diacritics: πολυπαίπαλος Low diacritics: πολυπαίπαλος Capitals: ΠΟΛΥΠΑΙΠΑΛΟΣ
Transliteration A: polypaípalos Transliteration B: polypaipalos Transliteration C: polypaipalos Beta Code: polupai/palos

English (LSJ)

ον, A exceeding crafty, Φοίνικες Od.15.419, cf. Opp. H.3.41. II = πεποικιλμένος, αἰθήρ Call.Fr.anon.225.

German (Pape)

[Seite 668] sehr verschlagen, listig; von den Phöniciern, Od. 15, 419, wie πολύτροπος. Vgl. παιπαλόεις.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très rusé.
Étymologie: πολύς, παίπαλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυπαίπαλος -ον [πολύς, παιπάλη] zeer gewiekst.

Russian (Dvoretsky)

πολυπαίπᾰλος: хитроумнейший (Φοίνικες Hom.).

English (Autenrieth)

(παιπάλη, ‘fine meal’): very artful, sly, Od. 15.419†.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για τους Φαίακες) πολύ πανούργος
2. (για τον αιθέρα) πολύ στολισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -παίπαλος (< παιπάλη με τη μτφ. σημ. «σόφισμα, πανουργία», πρβλ. παιπάλημα, παιπάλιμος), βλ. λ. παιπάλη.

Greek Monotonic

πολῠπαίπᾰλος: -ον, εξαιρετικά πανούργος, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠπαίπᾰλος: -ον, εἰς ὑπερβολὴν πανοῦργος, Ὀδ. Ο. 419· ἴδε παιπάλημα.

Middle Liddell

πολῠ-παίπᾰλος, ον,
exceeding crafty, Od.