στερεόφρων: Difference between revisions
From LSJ
Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=στερεόφρων -ον, gen. -ονος [στερεός, φρήν] met onbuigzaam karakter. | |elnltext=στερεόφρων -ον, gen. -ονος [στερεός, φρήν] [[met onbuigzaam karakter]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:53, 29 November 2022
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, (φρήν) stubborn-hearted, S.Aj.926 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 937] ον, hartes, festes Sinnes, Soph. Ai. 909.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
au caractère rigide.
Étymologie: στερεός, φρήν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στερεόφρων -ον, gen. -ονος [στερεός, φρήν] met onbuigzaam karakter.
Russian (Dvoretsky)
στερεόφρων: 2, gen. ονος упрямого нрава, непреклонный Soph.
Greek (Liddell-Scott)
στερεόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ ἔχων στερεάν, ἰσχυρογνώμονα διάθεσιν, ἰσχυρογνώμων, Σοφ. Αἴ. 926.
Greek Monolingual
-ονος, ὁ, ἡ, Α
ισχυρογνώμονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ματαιό-φρων].
Greek Monotonic
στερεόφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), ισχυρογνώμων, πεισματάρης, ξεροκέφαλος, σε Σοφ.