γυναικώδης: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=γυναικώδης -ες [γυνή, εἶδος] ongunstig, post-klass. verwijfd.
|elnltext=γυναικώδης -ες [[[γυνή]], [[εἶδος]]] ongunstig, post-klass. verwijfd.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:56, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῠναικώδης Medium diacritics: γυναικώδης Low diacritics: γυναικώδης Capitals: ΓΥΝΑΙΚΩΔΗΣ
Transliteration A: gynaikṓdēs Transliteration B: gynaikōdēs Transliteration C: gynaikodis Beta Code: gunaikw/dhs

English (LSJ)

ες, woman-like, womanish, τὸ ἀγεννὲς καὶ γ. Plb.2.56.9, cf. D.S.2.24, Ph.1.366; ἄνανδρα καὶ γ. πάθη Plu.Sol.21: -ῶδες φθέγγεσθαι Luc.Nigr.11. Adv. -δῶς Sch.Ar.Th.575.

Spanish (DGE)

-ες
I 1propio de mujer, mujeril οὗτος ... τερατείας γυναικώδους ἐστὶ πλήρης Plb.12.24.5, πρὸς τὰς πολεμικὰς χρείας ἀγεννὴς καὶ γ. del rey Prusias, Plb.36.15.1, cf. 2.56.9, ζῆλος D.S.2.24, ἄνανδρος καὶ γ. συνήθεια Ph.1.366, cf. Plu.Sol.21, Gr.Nyss.V.Mos.27.26, μικρὸν φθέγγονται καὶ ἰσχνὸν καὶ γυναικῶδες emiten un grito pequeño, débil y mujeril Luc.Nigr.11
de tipo femenino τὰ ὑγρὰ τῶν σωμάτων καὶ γυναικωδέστερα Ar.Byz.Epit.1.84.
2 que tiene aspecto de mujer λευκοί, γυναικώδεες de ciertos enfermos crónicos, Aret.SD 2.1.8, cf. 2.5.2, 3.
II adv. -ῶς afeminadamente ἐψίλωτο γὰρ ὁ Κλεισθένης τὰς γνάθους γ. Sch.Ar.Th.575.

German (Pape)

[Seite 511] ες, weibisch, schwächlich, καὶ ἀγεννές Pol. 2, 56, 9; καὶ ἄνανδρος Plut. Sol. 21; a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
semblable à une femme, efféminé.
Étymologie: γυνή, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυναικώδης -ες [γυνή, εἶδος] ongunstig, post-klass. verwijfd.

Russian (Dvoretsky)

γῠναικώδης: женоподобный, женственный Polyb., Plut., Luc., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικώδης: -ες, (εἶδος) πρὸς γυναῖκα ὅμοιος, γυναικεῖος, Πολύβ. 2. 56, 9.

Greek Monolingual

-ες (AM γυναικώδης, -ες)
αυτός που μοιάζει με γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός (πρβλ. ανδρώδης)].