κατάστεγος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [, $4$5")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατάστεγος -ον [κατά, στέγη] [[overdekt]], [[van een dak voorzien]].
|elnltext=κατάστεγος -ον [[[κατά]], [[στέγη]]] [[overdekt]], [[van een dak voorzien]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:58, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάστεγος Medium diacritics: κατάστεγος Low diacritics: κατάστεγος Capitals: ΚΑΤΑΣΤΕΓΟΣ
Transliteration A: katástegos Transliteration B: katastegos Transliteration C: katastegos Beta Code: kata/stegos

English (LSJ)

ον, (στέγη) covered in, roofed, αὐλαὶ κατάστεγοι Hdt.2.148; ἐν τῷ κ. δρόμῳ Pl.Euthd.273a; [νεοττιαὶ ἀλκυόνος] Arist.HA616a25, cf. Men. Sam.76, Ph.Bel.80.32, Plb.9.41.9; ὁδοί Lib.Or.9.8.

German (Pape)

[Seite 1381] bedeckt, bedacht; αὐλαί Her. 2, 148; δρόμος Plat. Euthyd. 273 a; νεοττιαί Arist. H. A. 9, 14; σύριγγες Pol. 9, 41, 9; Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couvert d'un toit, couvert.
Étymologie: κατά, στέγη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάστεγος -ον [κατά, στέγη] overdekt, van een dak voorzien.

Russian (Dvoretsky)

κατάστεγος: снабженный кровлей, (по)крытый (αὐλαί Her.; δρόμος Plat.; νεοττιαί Arst.; σύριγγες Polyb.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κατάστεγος, -ον)
εντελώς καλυμμένος με στέγη, στεγασμένος καλά
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κατάστεγο
στεγασμένο μέρος, υπόστεγο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κατάστεγον
στεγασμένος χώρος τών αρχαίων γυμναστηρίων που περιλάμβανε το γυμναστήριο, το αλοιφείο κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -στεγος (< στέγη), πρβλ. άστεγος, υπόστεγος].

Greek Monotonic

κατάστεγος: -ον (στέγη), καλά στεγασμένος, καλυμμένος εντελώς, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

κατάστεγος: ον (στέγη), ἐστεγασμένος καλῶς, ἐντελῶς κεκαλυμμένος, ἀντίθ. ὕπαιθρος, αὐλαὶ κατάστεγοι Ἡρόδ. 2. 148· ἐν τῷ κατ. δρόμῳ Πλάτ. Εὐθύδ. 273Α· κ. νεοττιαὶ ἁλκυόνος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 14, 3· ὁδοὶ κατάστεγοι Ἀθήν. 519C· σύριγγες κατ. Πολύβ. 9. 41, 9· ἐν ὑπαίθρῳ χωρίῳ ἢ καταστέγῳ Γαλ. 6, σ. 84· τὰς μὲν ἐν ὑπαίθρῳ γίγνεσθαι, τὰς δὲ ἐν καταστέγῳ, τὰς δὲ ἐν ὑποσυμμιγεῖ σκιᾷ ὁ αὐτ. 6. 137 καὶ 94. 12· ἑκάστη πλευρά κ. ὑπὸ χορῷ κιόνων Ἀχιλλ. Τάτ. Λευκ. 1. 15.

Middle Liddell

κατά-στεγος, ον στέγη
covered in, roofed, Hdt., Plat.

English (Woodhouse)

roofed in

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)