παιδομαθής: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παιδομαθής -ές [παῖς, μανθάνω] [[van jongs af lerend of geleerd]].
|elnltext=παιδομαθής -ές [[[παῖς]], [[μανθάνω]]] [[van jongs af lerend of geleerd]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:59, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδομᾰθής Medium diacritics: παιδομαθής Low diacritics: παιδομαθής Capitals: ΠΑΙΔΟΜΑΘΗΣ
Transliteration A: paidomathḗs Transliteration B: paidomathēs Transliteration C: paidomathis Beta Code: paidomaqh/s

English (LSJ)

ές, having learnt in childhood, Hp.Lex 2; precociously quick, π. πρός τι Antid.2.5; περὶ τὰ πολεμικά Plb.3.71.6; τινος Longin.44.3.

German (Pape)

[Seite 441] ές, als Kind gelernt habend, früh unterrichtet; Hippocr.; πρός τι, Antidot. bei Ath. VI, 240 c; περί τι, Pol. 3, 71, 6. 89, 5.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδομαθής -ές [παῖς, μανθάνω] van jongs af lerend of geleerd.

Russian (Dvoretsky)

παιδομᾰθής: с детства обученный (περὶ τὰ πολεμικά Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

παιδομαθής: -ές, ὁ μαθὼν ἐν τῇ παιδικῆ αὐτοῦ ἡλικίᾳ, Ἱππ. Λεξ.· π. πρός τι (ἐνταῦθα σημαίνει τὸν προώρως ἐπιδόντα εἴς τι) Ἀντίδοτος ἐν «Πρωτοχόρῳ» 1· περί τι Πολύβ. 3. 71, 6· τινος Λογγῖν. 44. 3.

Greek Monolingual

παιδομαθής, -ές (Α)
1. αυτός που έμαθε, που διδάχθηκε κάτι από την παιδική ηλικία
2. αυτός που ασχολήθηκε και επιδόθηκε σε κάτι πρόωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -μαθής (< μανθάνω)].