καταγοητεύω: Difference between revisions
τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> [[tromper par des moyens de charlatan]], [[ensorceler]];<br /><b>2</b> falsifier, altérer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[γοητεύω]]. | |btext=<b>1</b> [[tromper par des moyens de charlatan]], [[ensorceler]];<br /><b>2</b> [[falsifier]], [[altérer]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[γοητεύω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 10:35, 30 November 2022
English (LSJ)
bewitch: hence, cheat or blind by trickery, τινα X. Cyr.8.1.40; ἡδονὴ τὸ σῶμα -γεγοήτευκεν Plu.2.986e:—Pass., v.l. in X.An.5.7.9, M.Ant.10.13; κρέως καρυκείᾳ καταγοητευθέντος meat disguised by sauce, Ael.NA4.40.
German (Pape)
[Seite 1343] bezaubern, betrügen, durch Blendwerke u. listige Kunstgriffe imponiren, τινά, Xen. Cyr. 8, 1, 40; ἐξαπατηθέντας καὶ καταγοητευθέντας An. 5, 7, 9; Sp.; κρέως καρυκείᾳ καταγοητευθέντος, verfälscht od. künstlich zubereitet, Ael. H. A. 4, 40.
French (Bailly abrégé)
1 tromper par des moyens de charlatan, ensorceler;
2 falsifier, altérer.
Étymologie: κατά, γοητεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-γοητεύω betoveren, misleiden.
Russian (Dvoretsky)
καταγοητεύω:
1 пленять, очаровывать (τοὺς ἀρχομένους Xen.; τινὰ προς τι Plut.);
2 вводить в заблуждение, морочить (ἐξαπατηθέντες καὶ καταγοητευθέντες ὑπό τινος Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
καταγοητεύω: καταμαγεύω, ἐξαπατῶ διὰ τεχνασμάτων, τινὰ Ξεν. Κύρ. 8. 1, 40, Ἀν. 5. 7, 9, Πλούτ. 2. 986Ε, κτλ.· κρέως καρυκείᾳ καταγοητευθέντος, μεταβληθέντος, τροποποιηθέντος διὰ τῆς καρυκευτικῆς τέχνης, Αἰλ. π. Ζ. 4. 40.
Greek Monolingual
(AM καταγοητεύω)
γοητεύω κάποιον σε μεγάλο βαθμό, μαγεύω κάποιον, σαγηνεύω
αρχ.
1. εξαπατώ με τεχνάσματα («καταγοητεύειν ὤετο χρῆναι αὐτούς», Ξεν.)
2. γαληνεύω κάποιον, κατευνάζω κάποιον
3. παθ. καταγοητεύομαι
παρασκευάζομαι με τέτοιο τρόπο ώστε να είμαι αρεστός («κρέως καρυκείᾳ καταγοητευθέντος» — το κρέας που παρασκευάστηκε με καρυκεύματα για να είναι νόστιμο, Αιλ.).
Greek Monotonic
καταγοητεύω: μέλ. -σω, μαγεύω, εξαπατώ με τεχνάσματα· εξαπατώ ή τυφλώνω με πανουργίες, τινά, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. σω
to enchant, bewitch: to cheat or blind by trickery, τινά Xen.