ὑποστατός: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu’on peut supporter, auquel on peut résister;<br /><b>2</b> qui existe.<br />'''Étymologie:''' [[ὑφίστημι]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu’on peut supporter, auquel on peut résister;<br /><b>2</b> [[qui existe]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑφίστημι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:38, 30 November 2022
English (LSJ)
όν, or ὑπόστᾰτος, ον, (ὑφίσταμαι) A set under: as substantive, ὑπόστατον, τό, stand, = ὑποστάτης, IG22.1388.43,11(2).161 B 126 (Delos, iii B. C.), Paus.10.26.9, Demiopr. ap. Poll.10.46. II to be borne or withstood, οὐχ ὑποστατόν E.Supp.737; θεὸς . . θνητοῖς οὐδαμῶς ὑ. Id.Fr.177.2 (as Scal. for -της). III substantially existing, Stoic.2.114, A.D. Synt.201.9, S.E.M.10.60, Iamb.Comm. Math.8.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qu’on peut supporter, auquel on peut résister;
2 qui existe.
Étymologie: ὑφίστημι.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποστᾰτός: ἢ ὑπόστατος (ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 476), ον, ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ ὑφίσταμαι, ὁ ὑποκάτω τιθέμενος· - ὡς οὐσιαστικ., ὑπόστατον, τό, στήριγμα, βάσις, ὡς τὸ ὑποστάτης, Συλλ. Ἐπιγραφ. 150. 42., 151. 25, Παυσ. 10. 26, 9, Πολυδ. Ι΄, 46. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ ὑπομείνῃ, οὐχ ὑποστατὸν Εὐρ. Ἱκ. 737· θεός… θνητοῖς οὐδαμῶς ὑπ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 177. 2. ΙΙΙ. ὁ κατ’ οὐσίαν ὑπάρχων, Λατιν. subsistens, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 10. 60, Κλήμ. Ἀλέξ. 915, κλπ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑποστατός, -ή, -όν, ΝΑ, και ὑπόστατος, -ον, Α ὑφίστημι
νεοελλ.
αυτός που υπάρχει ή που μπορεί να υπάρχει
αρχ.
1. αυτός που τίθεται ως θεμέλιο, ως βάση
2. υποφερτός («θεὸς... θνητοῖς οὐδαμῶς ὑποστατός», Ευρ.)
3. αυτός που υπάρχει πραγματικά.
Greek Monotonic
ὑποστᾰτός: -όν, ρημ. επίθ. του ὑφίσταμαι, ανθεκτικός ή υποφερτός, σε Ευρ.
Middle Liddell
ὑποστᾰτός, όν verb. adj. of ὑφίσταμαι]
to be borne or endured, Eur.