προϋπόκειμαι: Difference between revisions
ἀνδρῶν γὰρ σωφρόνων μέν ἐστιν, εἰ μὴ ἀδικοῖντο, ἡσυχάζειν → for it is the part of prudent men to remain quiet if they should not be wronged
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> servir auparavant de fondement : τινι en qch, à qch;<br /><b>2</b> être hypothéqué auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὑπόκειμαι]]. | |btext=<b>1</b> servir auparavant de fondement : τινι en qch, à qch;<br /><b>2</b> [[être hypothéqué auparavant]].<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὑπόκειμαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:41, 30 November 2022
English (LSJ)
serving as pf. Pass. to προϋποτίθημι, A to be put under before, Dsc.1.8, Sor.1.68, Gal.6.289; subsist before, τὰ -κείμενα parts already founded, of a city, Str.5.3.7; -κειμένης ὥσπερ ἐδάφους τῆς ἐν τῷ λέγειν δυνάμεως Longin.8.1; χώραν ἔδει καὶ τόπον -κεῖσθαι τοῖς γενομένοις Plu.2.678f; τὸ δεξόμενον π. σώματι Ph.2.490, cf. S.E.P.3.94; προϋπόκειται τοῦ ἀνδριάντος τὸ ἐργαστήριον Id.M.10.218, cf. Hierocl.in CA10p.436M.; -κειμένη γνῶσις A.D.Synt.29.19; σῶμα -κείμενον Dam.Pr.14. 2 to be assumed first, Nicom.Ar.1.4. II to be mortgaged before, Plu.Sol.15, PMasp.97.34, al. (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 795] (s. κεῖμαι), vorher darunter gelegt sein, darunterliegen, als Grundlage; übh. vorher existiren, da sein; Plut. Sol. 15; Philo u. a. Sp., wie S. Emp. oft.
French (Bailly abrégé)
1 servir auparavant de fondement : τινι en qch, à qch;
2 être hypothéqué auparavant.
Étymologie: πρό, ὑπόκειμαι.
Russian (Dvoretsky)
προϋπόκειμαι:
1 лежать в основе (τινος и τινι Plut.): τόπον προϋποκεῖσθαι τοῖς γινομένοις Plut. (из слов Гесиода о Хаосе следует), что пространство лежит в основе (всего) совершающегося;
2 предшествовать: τὰ προϋποκείμενα Sext. предшествующие обстоятельства, прошлое;
3 быть ранее отданным в залог (ἡ προϋποκειμένη γῆ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
προϋπόκειμαι: ὡς παθητ. τοῦ προϋποτίθημι, ὑπόκειμαι προηγουμένως ὡς βάσις, Λογγῖν. 8· τινι Πλούτ. 2. 678F. 2) = προϋπάρχω ΙΙ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 94. ΙΙ. προϋπάρχω ὡς ὑποθήκη, Πλουτ. Σόλ. 15, Ἐπιγρ. Ἁλ. παρὰ Newton.
Greek Monolingual
ΜΑ ὑπόκειμαι
προϋπάρχω (α. «αὐτεξούσιον... γεγονέναι τὸν ἄνθρωπον
οὐχ ὡς προυποκειμένου τινὸς ἤδη κακοῦ», Μεθόδ.
β. «προϋπόκειται τοῦ ἀνδριάντος τὸ ἐργαστήριον», Σέξτ. Εμπ.)
αρχ.
1. υπάρχω ήδη ως προϋπόθεση
2. έχω προηγουμένως υποθηκευθεί.