καυτός: Difference between revisions
From LSJ
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> brûlé (par le bout);<br /><b>2</b> brûlant.<br />'''Étymologie:''' [[καίω]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> brûlé (par le bout);<br /><b>2</b> [[brûlant]].<br />'''Étymologie:''' [[καίω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 10:47, 30 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, v. καυστός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 brûlé (par le bout);
2 brûlant.
Étymologie: καίω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καυτός -ή -όν zie καυστός.
Russian (Dvoretsky)
καυτός: Eur. = καυστός.
Greek (Liddell-Scott)
καυτός: -ή, -όν, ἴδε ἐν λ. καυστός.
Greek Monolingual
(I)
και καυστός, -ή, -ό (ΑΜ καυτός και καυστός, -ή, -όν) καίω
αυτός που καίει, που βράζει, πυρακτωμένος, καυτερός, ζεματιστός (α. «καυτό σίδερο» β. «καυτὸν μοχλὸν λαβόντας ἐκκάειν τὸ φῶς Κύκλωπος», Ευρ.)
νεοελλ.
ζωτικός, βασικός («καυτά προβλήματα»)
Greek Monotonic
καυτός: -ή, -όν, άλλος τύπος του καυστός.
German (Pape)
l.d. für καυστός.