ἀποθεραπεία: Difference between revisions
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[soin]], [[culte]], [[adoration]];<br /><b>2</b> soins du corps après les exercices gymnastiques.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποθεραπεύω]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[soin]], [[culte]], [[adoration]];<br /><b>2</b> [[soins du corps après les exercices gymnastiques]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀποθεραπεύω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:52, 30 November 2022
English (LSJ)
ἡ, A regular worship, θεῶν Arist.Pol.1335b15. II restorative treatment after fatigue, Antyll. ap. Orib.6.21.1, Gal.Thras. 47.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 culto θεῶν Arist.Pol.1335b15.
2 medic. apoterapia, tratamiento para la recuperación después de los ejercicios deportivos, Antyll. en Orib.6.21.1, διὰ τοῦ ἀλείμματος Sor.100.8, cf. Gal.5.898.
German (Pape)
[Seite 302] ἡ, 1) Verehrung, θεῶν Arist. pol. 7, 14, 9. – 2) Heilung, Medic., bes. Nachkur. Bei den gymnastischen Uebungen der Schluß, den Salben des Leibes machte, Galen.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 soin, culte, adoration;
2 soins du corps après les exercices gymnastiques.
Étymologie: ἀποθεραπεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποθερᾰπεία: ἡ почитание, культ (θεῶν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποθερᾰπεία: ἡ, κανονικὴ λατρεία, πρὸς τὴν τῶν θεῶν ἀποθεραπείαν Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 16, 14. ΙΙ. θεραπεία τοῦ σώματος, τελείᾳ ἀνάρρωσις, Ἄντυλλ. ἐν Matthaei, 106· ἡ μετὰ τὴν ἐκ τῶν γυμνασίων κόπωσιν περιποίησις καὶ θεραπεία τοῦ σώματος, Γαλην. τ. 6. σ. 39.
Greek Monolingual
η (Α ἀποθεραπεία)
συμπλήρωση της θεραπείας, η πλήρης θεραπεία
αρχ.
1. η λατρεία των θεών
2. περιποίηση του σώματος μετά τη γυμναστική.
Greek Monotonic
ἀποθεραπεία: ἡ, κανονική λατρεία, θεῶν, σε Αριστ.