ῥινόν: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (τό) :<br /><b>1</b> [[peau]], [[cuir]];<br /><b>2</b> bouclier.<br />'''Étymologie:''' [[ῥινός]]. | |btext=οῦ (τό) :<br /><b>1</b> [[peau]], [[cuir]];<br /><b>2</b> [[bouclier]].<br />'''Étymologie:''' [[ῥινός]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:55, 30 November 2022
English (LSJ)
τό,= A ῥινός 11.1, hide, Il.10.155, AP9.328 (Damostr.). 2 = ῥινός 11.2, shield, Od.5.281, v. Sch.
German (Pape)
[Seite 844] τό, = ῥινός 3, der Schild, Od. 5, 281, s. unten.
French (Bailly abrégé)
οῦ (τό) :
1 peau, cuir;
2 bouclier.
Étymologie: ῥινός.
Russian (Dvoretsky)
ῥῑνόν: τό
1 кожа, шкура (βοός Hom.);
2 щит Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῑνόν: τό, = ῥινὸς ΙΙ, 1, δέρμα, Ἰλ. Κ. 155, Ἀνθ. Π. 9. 328. 2) = ῥινὸς ΙΙ, 2, ἀσπίς, Ὀδ. Ε. 281, ἴδε Σχόλ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. δέρμα
2. ασπίδα από δέρμα βοδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥινός (ἡ) «δέρμα», με αλλαγή γένους, κατά τα ουδ.].
Greek Monotonic
ῥῑνόν: τό,
1. = ῥινός II. ακατέργαστο δέρμα ζώου, δορά, προβιά, δέρμα, τομάρι, σε Ομήρ. Ιλ.
2. = ῥινός II. 2, ασπίδα, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
ῥῑνόν, οῦ, = ῥινός II. 1]
1. a hide, Il.
2. = ῥινός II. 2, a shield, Od.