διασκιρτάω: Difference between revisions
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διασκιρτάω:''' [[подпрыгивать]], [[брыкаться]] (ὀπισθίοις διεσκίρτων σκέλεσι, sc. οἱ ἵπποι Plut.). | |elrutext='''διασκιρτάω:''' [[подпрыгивать]], [[брыкаться]] (ὀπισθίοις διεσκίρτων σκέλεσι, ''[[sc.]]'' οἱ ἵπποι Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:13, 30 November 2022
English (LSJ)
leap about, LXX Wi.19.9, Plu.Eum.11, Philostr.Jun. Im.10.
Spanish (DGE)
1 intr., de anim. saltar, dar brincos τοῖς μὲν ὀπισθίοις ... διεσκίρτων σκέλεσι saltaban sobre sus patas traseras de caballos, Plu.Eum.11, cf. Gr.Nyss.M.46.572D, Hippiatr.Cant.1.1
•retozar, triscar ὡς ἀμνοὶ διεσκίρτησαν LXX Sap.19.9, ὁρᾷς δὲ καὶ διασκιρτῶντα τοῦ ὄρους θρέμματα Philostr.Iun.Im.10.17
•en sent. fig., de pers. saltar, dar saltos de alegría διεσκίρτα τὰ τῷ προστάγματι τοῦ θεοῦ ζωογονηθέντα βοτά Gr.Nyss.Hom.Opif.1, διασκιρτᾷ μου ἡ ψυχὴ βλέπουσα Leont.Mon.Nat.432.
2 tr. voltear, hacer dar vueltas τὸ σῶμα por efecto de la fiebre, Plu.2.501c.
German (Pape)
[Seite 602] aus einander, umher springen, Plut. Eum. 11.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
bondir çà et là.
Étymologie: διά, σκιρτάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-σκιρτάω rondspringen.
Russian (Dvoretsky)
διασκιρτάω: подпрыгивать, брыкаться (ὀπισθίοις διεσκίρτων σκέλεσι, sc. οἱ ἵπποι Plut.).
Greek Monotonic
διασκιρτάω: μέλ. -ήσω, πηδώ ολόγυρα ή απομακρύνομαι πηδώντας, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
διασκιρτάω: πηδῶ κατὰ διαφόρους διευθύνσεις ἢ μακράν, Πλούτ. Εὐμ. 11.