μναστήρ: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
(slb)
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mnastir
|Transliteration C=mnastir
|Beta Code=mnasth/r
|Beta Code=mnasth/r
|Definition=μνάστειρα, μνᾶστις, v. μνηστ-. μνέα, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[μνᾶ]].</span>
|Definition=μνάστειρα, μνᾶστις, v. μνηστ-. μνέα, v. [[μνᾶ]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[μναστήρ]] (-ήρ, -ῆρ(α), -ῆρες, -ῆρας.)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[courting]] ἄνδρας ὀλέσαις μναστῆρας suitors (O. 1.80) pro subs., [[ἔβαν]] Ἴρασα πρὸς πόλιν, Ἀνταίου [[μετὰ]] καλλίκομον μναστῆρες ἀγακλέα κούραν (P. 9.106) met., c. gen., ὤπασε δὲ [[Κρονίων]] πολέμου μναστῆρά οἱ χαλκεντέος λαὸν ἵππαιχμον in [[love]] [[with]] (N. 1.16)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[incentive]] [[for]], [[summons]] to c. gen. (v. E. Fraenkel, Nom. ag., I 153&#774;{6}) κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον, εὐκλεᾶ λαοσσόων μναστῆρ' ἀγώνων (P. 12.24) μναστὴρ στεφάνων (sc. [[ἀγών]]) fr. 20, cf. fr. 19. f. adj., [[ὅστις]] ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας εὐθρόνου μνάστειραν ἁδίσταν ὀπώραν (τὴν μνήμην ἐμποιοῦσαν τῆς Ἀφροδίτας. Σ.) (I. 2.5)
|sltr=[[μναστήρ]] (-ήρ, -ῆρ(α), -ῆρες, -ῆρας.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[courting]] ἄνδρας ὀλέσαις μναστῆρας suitors (O. 1.80) pro subs., [[ἔβαν]] Ἴρασα πρὸς πόλιν, Ἀνταίου μετὰ καλλίκομον μναστῆρες ἀγακλέα κούραν (P. 9.106) met., c. gen., ὤπασε δὲ [[Κρονίων]] πολέμου μναστῆρά οἱ χαλκεντέος λαὸν ἵππαιχμον in [[love]] [[with]] (N. 1.16) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[incentive]] [[for]], [[summons]] to c. gen. (v. E. Fraenkel, Nom. ag., I 153&#774;{6}) κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον, εὐκλεᾶ λαοσσόων μναστῆρ' ἀγώνων (P. 12.24) μναστὴρ στεφάνων (''[[sc.]]'' [[ἀγών]]) fr. 20, cf. fr. 19. f. adj., [[ὅστις]] ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας εὐθρόνου μνάστειραν ἁδίσταν ὀπώραν (τὴν μνήμην ἐμποιοῦσαν τῆς Ἀφροδίτας. Σ.) (I. 2.5)
}}
}}
{{Slater
{{grml
|sltr=[[μναστήρ]] (-ήρ, -ῆρ(α), -ῆρες, -ῆρας.)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[courting]] ἄνδρας ὀλέσαις μναστῆρας suitors (O. 1.80) pro subs., [[ἔβαν]] Ἴρασα πρὸς πόλιν, Ἀνταίου [[μετὰ]] καλλίκομον μναστῆρες ἀγακλέα κούραν (P. 9.106) met., c. gen., ὤπασε δὲ [[Κρονίων]] πολέμου μναστῆρά οἱ χαλκεντέος λαὸν ἵππαιχμον in [[love]] [[with]] (N. 1.16)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[incentive]] [[for]], [[summons]] to c. gen. (v. E. Fraenkel, Nom. ag., I 153&#774;{6}) κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον, εὐκλεᾶ λαοσσόων μναστῆρ' ἀγώνων (P. 12.24) μναστὴρ στεφάνων (sc. [[ἀγών]]) fr. 20, cf. fr. 19. f. adj., [[ὅστις]] ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας εὐθρόνου μνάστειραν ἁδίσταν ὀπώραν (τὴν μνήμην ἐμποιοῦσαν τῆς Ἀφροδίτας. Σ.) (I. 2.5)
|mltxt=[[μναστήρ]], ο, θηλ. μνάστειρα (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[μνηστήρας]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μναστήρ:''' ὁ, θηλ. μνάστειρα, μνᾶστις, Δωρ. αντί <i>μνηστ-</i>.
}}
}}

Latest revision as of 11:33, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μναστήρ Medium diacritics: μναστήρ Low diacritics: μναστήρ Capitals: ΜΝΑΣΤΗΡ
Transliteration A: mnastḗr Transliteration B: mnastēr Transliteration C: mnastir Beta Code: mnasth/r

English (LSJ)

μνάστειρα, μνᾶστις, v. μνηστ-. μνέα, v. μνᾶ.

German (Pape)

[Seite 194] ὁ, u. μνάστειρα, ἡ, dor, = μνηστήρ u. μνήστειρα. Bei Hesych. auch ein Monatsname.

Greek (Liddell-Scott)

μναστήρ: ὁ, θηλ. μνάστειρα καὶ μνᾶστις, ἡ, Δωρ. ἀντὶ μνηστήρ.

English (Slater)

μναστήρ (-ήρ, -ῆρ(α), -ῆρες, -ῆρας.)
   a courting ἄνδρας ὀλέσαις μναστῆρας suitors (O. 1.80) pro subs., ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν, Ἀνταίου μετὰ καλλίκομον μναστῆρες ἀγακλέα κούραν (P. 9.106) met., c. gen., ὤπασε δὲ Κρονίων πολέμου μναστῆρά οἱ χαλκεντέος λαὸν ἵππαιχμον in love with (N. 1.16)
   b incentive for, summons to c. gen. (v. E. Fraenkel, Nom. ag., I 153̆{6}) κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον, εὐκλεᾶ λαοσσόων μναστῆρ' ἀγώνων (P. 12.24) μναστὴρ στεφάνων (sc. ἀγών) fr. 20, cf. fr. 19. f. adj., ὅστις ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας εὐθρόνου μνάστειραν ἁδίσταν ὀπώραν (τὴν μνήμην ἐμποιοῦσαν τῆς Ἀφροδίτας. Σ.) (I. 2.5)

Greek Monolingual

μναστήρ, ο, θηλ. μνάστειρα (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μνηστήρας.

Greek Monotonic

μναστήρ: ὁ, θηλ. μνάστειρα, μνᾶστις, Δωρ. αντί μνηστ-.