χειμάδιον: Difference between revisions
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=cheimadion | |Transliteration C=cheimadion | ||
|Beta Code=xeima/dion | |Beta Code=xeima/dion | ||
|Definition=τό, [[winter dwelling]], [[winter quarters]], χειμαδίῳ χρῆσθαι Λήμνῳ <span class="bibl">D.4.32</span>, cf. <span class="bibl">Str. 11.13.1</span>, <span class="bibl">Hld.5.18</span>: especially in plural, <b class="b3">χειμάδια πήγνυσθαι</b> to fix one's [[winter quarters]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sert.</span>6</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Luc.</span>3</span>, <span class="bibl"><span class="title">Eum.</span>15</span>, <span class="bibl">Jul.<span class="title">Ep.</span>98</span>.—Adj. χειμάδιος, α, ον, is cited in <span class="bibl">Poll.1.62</span>, Suid.; <b class="b3">ἡ χειμαδία</b> (sc. [[ὥρα]]) <span class="bibl"><span class="title">Et.Gud.</span>563.53</span>. | |Definition=τό, [[winter dwelling]], [[winter quarters]], χειμαδίῳ χρῆσθαι Λήμνῳ <span class="bibl">D.4.32</span>, cf. <span class="bibl">Str. 11.13.1</span>, <span class="bibl">Hld.5.18</span>: especially in plural, <b class="b3">χειμάδια πήγνυσθαι</b> to fix one's [[winter quarters]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sert.</span>6</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Luc.</span>3</span>, <span class="bibl"><span class="title">Eum.</span>15</span>, <span class="bibl">Jul.<span class="title">Ep.</span>98</span>.—Adj. χειμάδιος, α, ον, is cited in <span class="bibl">Poll.1.62</span>, Suid.; <b class="b3">ἡ χειμαδία</b> (''[[sc.]]'' [[ὥρα]]) <span class="bibl"><span class="title">Et.Gud.</span>563.53</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:37, 30 November 2022
English (LSJ)
τό, winter dwelling, winter quarters, χειμαδίῳ χρῆσθαι Λήμνῳ D.4.32, cf. Str. 11.13.1, Hld.5.18: especially in plural, χειμάδια πήγνυσθαι to fix one's winter quarters, Plu.Sert.6, cf. Luc.3, Eum.15, Jul.Ep.98.—Adj. χειμάδιος, α, ον, is cited in Poll.1.62, Suid.; ἡ χειμαδία (sc. ὥρα) Et.Gud.563.53.
German (Pape)
[Seite 1342] τό, Winterwohnung, Winterquartier; χειμαδίῳ χρῆσθαι τῇ δυνάμει Λήμνῳ Dem. 4, 32; χειμάδια διαπήγνυσθαι, Winterquartiere aufschlagen, Plut. Sertor. 6; D. Cass. 36, 4; Winterresidenz, Strab. 11, 13, 1.
Russian (Dvoretsky)
χειμάδιον: τό преимущ. pl. зимовка, зимняя стоянка, зимние квартиры Dem., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
χειμάδιον: τό, μέρος κατάλληλον ἵνα διέλθῃ τις τὸν χειμῶνα, κοινῶς «χειμαδιό», χειμαδίῳ χρῆσθαι Λήμνῳ Δημ. 49. 3· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., χειμάδια πήγνυμαι, ὁρίζω τὸν τόπον ἐν ᾧ θὰ παραχειμάσω, παρασκευάζω τὴν χειμερινὴν κατοικίαν μου, Πλουτ. Σερτ. 6, πρβλ. Λούκουλλ. 3, Εὐμ. 15. ― Τὸ ἐπίθ. χειμάδιος, α, ον, μνημονεύεται παρὰ Πολυδ. Α΄, 62 καὶ Σουΐδ.· ἡ χειμαδία (ἐξυπακ. ὥρα) Γουδιαν. Ἐτυμ.· πρβλ. χειμασία.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
βλ. χειμάδι.
Greek Monotonic
χειμάδιον: [ᾰ], τό, χειμερινό κατάλυμα, μέρος για να περάσει κανείς το χειμώνα, χειμαδίῳ χρῆσθαι Λήμνῳ, σε Δημ.· συνήθως σε πληθ., χειμάδια πήγνυσθαι, κατασκευάζω τη χειμερινή κατοικία μου, σε Πλούτ.
Middle Liddell
χειμάδιον, ου, τό, [from χεῖμα
a winter-dwelling, winter-quarters, χειμαδίῳ χρῆσθαι Λήμνῳ Dem.:—mostly in plural, χειμάδια πήγνυσθαι to fix one's winter-quarters, Plut.