καταφάνεια: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />clarté, transparence.<br />'''Étymologie:''' [[καταφανής]].
|btext=ας (ἡ) :<br />clarté, transparence.<br />'''Étymologie:''' [[καταφανής]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>[[Durchsichtigkeit]]</i>, Plut. <i>qu.nat</i>. 12; <i>[[Deutlichkeit]]</i>, παντὸς ἤθους ποιεῖ καταφάνειαν ἐν τοῖς λόγοις, = [[ἦθος]] καταφανὲς ποιεῖ, <i>Symp</i>. 7.10.2.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταφάνεια]], ἡ (Α) [[καταφανής]]<br /><b>1.</b> [[καθαρότητα]], [[διαφάνεια]]<br /><b>2.</b> [[σαφήνεια]], [[ενάργεια]].
|mltxt=[[καταφάνεια]], ἡ (Α) [[καταφανής]]<br /><b>1.</b> [[καθαρότητα]], [[διαφάνεια]]<br /><b>2.</b> [[σαφήνεια]], [[ενάργεια]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>[[Durchsichtigkeit]]</i>, Plut. <i>qu.nat</i>. 12; <i>[[Deutlichkeit]]</i>, παντὸς ἤθους ποιεῖ καταφάνειαν ἐν τοῖς λόγοις, = [[ἦθος]] καταφανὲς ποιεῖ, <i>Symp</i>. 7.10.2.
}}
}}

Revision as of 12:32, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφάνεια Medium diacritics: καταφάνεια Low diacritics: καταφάνεια Capitals: ΚΑΤΑΦΑΝΕΙΑ
Transliteration A: katapháneia Transliteration B: kataphaneia Transliteration C: katafaneia Beta Code: katafa/neia

English (LSJ)

[ᾰν], ἡ, A clearness, κ. καὶ γαλήνη Plu.2.914f. II manifestness, κ. ποιεῖν ἐν τοῖς λόγοις ib.715f.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
clarté, transparence.
Étymologie: καταφανής.

German (Pape)

ἡ, Durchsichtigkeit, Plut. qu.nat. 12; Deutlichkeit, παντὸς ἤθους ποιεῖ καταφάνειαν ἐν τοῖς λόγοις, = ἦθος καταφανὲς ποιεῖ, Symp. 7.10.2.

Russian (Dvoretsky)

καταφάνεια: (φᾰ) ἡ ясность, прозрачность Plut.

Greek (Liddell-Scott)

καταφάνεια: ἡ, τὸ καθαρῶς φαίνεσθαι, ἐνάργεια, διαφάνεια, διαύγεια, Πλούτ. 2. 914F· διαύγειαν καὶ κ. ταῖς ὄψεσι διδόντες 915F·- σαφήνεια, τὸ κατάδηλον ἤθους καὶ πάθους, κ. ποιεῖν ἐν τοῖς λόγοις, = πᾶν ἦθος καταφανὲς ποιεῖν ὁ αὐτ. 715F.

Greek Monolingual

καταφάνεια, ἡ (Α) καταφανής
1. καθαρότητα, διαφάνεια
2. σαφήνεια, ενάργεια.