καταρρᾳθυμέω: Difference between revisions
(nl) |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=fut. ήσω<br /><b class="num">I.</b> to [[lose]] from [[carelessness]], Xen., Dem.:—Pass., [[τὰ κατερρᾳθυμημένα]] = things [[lost]] [[through]] [[negligence]], Dem.<br /><b class="num">II.</b> intr. to [[be very careless]], καταρρᾳθυμήσαντες [[through]] [[carelessness]], Xen. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />perdre <i>ou</i> compromettre par sa négligence.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ῥᾳθυμέω]]. | |btext=-ῶ :<br />perdre <i>ou</i> compromettre par sa négligence.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ῥᾳθυμέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=καταρρᾳθυμέω [[gemakzuchtig zijn]]; [[door gemakzucht verliezen]]:. τὰ κατερρᾳθυμημένα πάλιν ἀναλήψεσθε jullie zullen terugkrijgen wat jullie door gemakzucht verloren hebben Dem. 4.7. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ῡ], <i>durch [[Leichtsinn]], [[Fahrlässigkeit]] [[verabsäumen]], [[verlieren]]; [[fahrlässig]] sein</i>, [[neben]] [[καταμελέω]] Xen. <i>Hell</i>. 6.2.39; absol. auch Din. 2.5; Dem. 24.210 und Sp.; τὰ κατερρᾳθυμημένα [[πάλιν]] ἀναλήψεσθε, <i>das [[leichtsinnig]] Verabsäumte, Verschleuderte</i>, Dem. 4.7. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καταρρᾳθῡμέω:''' (ρᾱ)<br /><b class="num">1 | |elrutext='''καταρρᾳθῡμέω:''' (ρᾱ)<br /><b class="num">1</b> [[упускать по небрежности]] Xen., Dem.: τὰ κατερρᾳθυμημένα Dem. упущенное по беспечности;<br /><b class="num">2</b> [[быть беззаботным]], [[беспечным]]: καταρρᾳθυμήσαντες ὑστερίζουσι τῶν ἀντιπάλων Xen. они по своей беспечности оказываются ниже (своих) противников. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''καταρρᾳθῡμέω''': εἶμαι ἐντελῶς [[ῥᾴθυμος]], [[ἀμελής]], χάνω [[ἕνεκα]] ῥᾳθυμίας, εἰ καταρρᾳθυμήσετε Δημ. 765. 13· καταρρᾳθυμήσαντες ὑστερίζουσι, μένουσιν [[ὀπίσω]] [[ἕνεκα]] ῥᾳθυμίας, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 13· μηδὲν καταρρᾳθυμῶν φαίνεσθαι, καὶ [[μετὰ]] τοῦ καταμελεῖν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 39.- Παθ., τὰ κατερρᾳθυμημένα, πράγματα ἀπολεσθέντα [[ἕνεκα]] ῥαθυμίας ἢ ἀμελείας, τὰ κατ. [[πάλιν]] ἀναλήψεσθε Δημ. 42. 14· καὶ στρατιῶται κατερρᾳθυμημένοι, ῥᾳθυμίᾳ ἐξηντλημένοι, νωθεῖς καὶ ὕπτιοι, Πολυδ. Α΄, 158. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{lsm | ||
| | |lsmtext='''καταρρᾳθῡμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> χάνω εξαιτίας της ραθυμίας, σε Ξεν., Δημ. — Παθ., <i>τὰ καταρρᾳθυμημένα</i>, αυτά που έχουν απωλεσθεί εξαιτίας της αμέλειας, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., είμαι εξαιρετικά [[απρόσεκτος]], <i>καταρρᾳθυμήσαντες</i>, από την [[απερισκεψία]], σε Ξεν. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:32, 30 November 2022
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to lose from carelessness, Xen., Dem.:—Pass., τὰ κατερρᾳθυμημένα = things lost through negligence, Dem.
II. intr. to be very careless, καταρρᾳθυμήσαντες through carelessness, Xen.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
perdre ou compromettre par sa négligence.
Étymologie: κατά, ῥᾳθυμέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταρρᾳθυμέω gemakzuchtig zijn; door gemakzucht verliezen:. τὰ κατερρᾳθυμημένα πάλιν ἀναλήψεσθε jullie zullen terugkrijgen wat jullie door gemakzucht verloren hebben Dem. 4.7.
German (Pape)
[ῡ], durch Leichtsinn, Fahrlässigkeit verabsäumen, verlieren; fahrlässig sein, neben καταμελέω Xen. Hell. 6.2.39; absol. auch Din. 2.5; Dem. 24.210 und Sp.; τὰ κατερρᾳθυμημένα πάλιν ἀναλήψεσθε, das leichtsinnig Verabsäumte, Verschleuderte, Dem. 4.7.
Russian (Dvoretsky)
καταρρᾳθῡμέω: (ρᾱ)
1 упускать по небрежности Xen., Dem.: τὰ κατερρᾳθυμημένα Dem. упущенное по беспечности;
2 быть беззаботным, беспечным: καταρρᾳθυμήσαντες ὑστερίζουσι τῶν ἀντιπάλων Xen. они по своей беспечности оказываются ниже (своих) противников.
Greek (Liddell-Scott)
καταρρᾳθῡμέω: εἶμαι ἐντελῶς ῥᾴθυμος, ἀμελής, χάνω ἕνεκα ῥᾳθυμίας, εἰ καταρρᾳθυμήσετε Δημ. 765. 13· καταρρᾳθυμήσαντες ὑστερίζουσι, μένουσιν ὀπίσω ἕνεκα ῥᾳθυμίας, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 13· μηδὲν καταρρᾳθυμῶν φαίνεσθαι, καὶ μετὰ τοῦ καταμελεῖν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 39.- Παθ., τὰ κατερρᾳθυμημένα, πράγματα ἀπολεσθέντα ἕνεκα ῥαθυμίας ἢ ἀμελείας, τὰ κατ. πάλιν ἀναλήψεσθε Δημ. 42. 14· καὶ στρατιῶται κατερρᾳθυμημένοι, ῥᾳθυμίᾳ ἐξηντλημένοι, νωθεῖς καὶ ὕπτιοι, Πολυδ. Α΄, 158.
Greek Monotonic
καταρρᾳθῡμέω: μέλ. -ήσω,
I. χάνω εξαιτίας της ραθυμίας, σε Ξεν., Δημ. — Παθ., τὰ καταρρᾳθυμημένα, αυτά που έχουν απωλεσθεί εξαιτίας της αμέλειας, σε Δημ.
II. αμτβ., είμαι εξαιρετικά απρόσεκτος, καταρρᾳθυμήσαντες, από την απερισκεψία, σε Ξεν.