κορυθάϊξ: Difference between revisions

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 15: Line 15:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κορυθάϊξ -άϊκος, ὁ [[[κόρυς]], [[ἀίσσω]]] die zijn helm schudt (Ares).
|elnltext=κορυθάϊξ -άϊκος, ὁ [[[κόρυς]], [[ἀίσσω]]] die zijn helm schudt (Ares).
}}
{{pape
|ptext=ἶκος, <i>den Helm [[erschütternd]]</i>, so daß sich der [[Helmbusch]] [[bewegt]], [[πτολεμιστής]] <i>Il</i>. 22.132.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κορυθάϊξ:''' [ᾱ], -ῖκος, ὁ (ἀΐσσω), αυτός που κουνά την [[περικεφαλαία]], που έχει δηλ. [[λοφίο]] που κυματίζει, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''κορυθάϊξ:''' [ᾱ], -ῖκος, ὁ (ἀΐσσω), αυτός που κουνά την [[περικεφαλαία]], που έχει δηλ. [[λοφίο]] που κυματίζει, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{pape
|ptext=ἶκος, <i>den Helm [[erschütternd]]</i>, so daß sich der [[Helmbusch]] [[bewegt]], [[πτολεμιστής]] <i>Il</i>. 22.132.
}}
}}

Revision as of 12:33, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορῠθάϊξ Medium diacritics: κορυθάϊξ Low diacritics: κορυθάϊξ Capitals: ΚΟΡΥΘΑΪΞ
Transliteration A: korytháïx Transliteration B: korythaix Transliteration C: korythaiks Beta Code: koruqa/i+c

English (LSJ)

[ᾱ], ῑκος, (ἀΐσσω) helmet-shaking, i.e. with waving plume, κορυθάϊκι πτολεμιστῇ Il.22.132.

French (Bailly abrégé)

άϊκος;
qui agite la crinière de son casque, càd guerrier impétueux.
Étymologie: κόρυς, ἀΐσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορυθάϊξ -άϊκος, ὁ [κόρυς, ἀίσσω] die zijn helm schudt (Ares).

German (Pape)

ἶκος, den Helm erschütternd, so daß sich der Helmbusch bewegt, πτολεμιστής Il. 22.132.

Russian (Dvoretsky)

κορῠθάϊξ: άϊκος (ᾱ) adj. потрясающий шлемом, т. е. гривой шлема (πτολεμιστής Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

κορυθάϊξ: ᾰ, ῑκος, (άΐσσω) ὁ σείων τὴν περικεφαλαίαν, δηλ. ἔχων λόφον σειόμενον, ἐπίθε τ ρεως, κορυθάϊκι πτολεμιστῇ Ἰλ. Χ. 123.

Greek Monolingual

κορυθάϊξ, -ικος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που σείει την περικεφαλαία
2. ισχυρός, δυνατός («ὁ δὲ οἱ σχεδὸν ἦλθεν Ἀχιλλεὺς ἶσος ἐνυαλίῳ, κορυθάϊκι πτολεμιστῇ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς, -υθ-ος + -άϊξ (< ἀΐσσω «πηδώ εφορμώ»), πρβλ. πολυάϊξ, τριχάϊξ].

Greek Monotonic

κορυθάϊξ: [ᾱ], -ῖκος, ὁ (ἀΐσσω), αυτός που κουνά την περικεφαλαία, που έχει δηλ. λοφίο που κυματίζει, σε Ομήρ. Ιλ.