μεγαλοεργία: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεγᾰλοεργία:''' ἡ, συνηρ. -ουργία, [[μεγαλοπρέπεια]], σε Λουκ.
|lsmtext='''μεγᾰλοεργία:''' ἡ, συνηρ. -ουργία, [[μεγαλοπρέπεια]], σε Λουκ.
}}
{{pape
|ptext=s. [[μεγαλουργία]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 24: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μεγᾰλοεργία, ἡ, [from μεγᾰλοεργής]<br />[[magnificence]], Luc.
|mdlsjtxt=μεγᾰλοεργία, ἡ, [from μεγᾰλοεργής]<br />[[magnificence]], Luc.
}}
{{pape
|ptext=s. [[μεγαλουργία]].
}}
}}

Revision as of 12:34, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοεργία Medium diacritics: μεγαλοεργία Low diacritics: μεγαλοεργία Capitals: ΜΕΓΑΛΟΕΡΓΙΑ
Transliteration A: megaloergía Transliteration B: megaloergia Transliteration C: megaloergia Beta Code: megaloergi/a

English (LSJ)

ἡ, great achievement, Plb.30.25.1 (s.v.l.); contr. μεγᾰλουργία, Str.3.5.6, Ph.2.143, J.AJ2.7.1; magnificence, ib.8.3.2, al., Luc.Cal.17.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
par contr. μεγαλουργία;
grandeur des actions.
Étymologie: μεγαλοεργός.

Greek Monolingual

μεγαλοεργία, ἡ (Α)
βλ. μεγαλουργία.

Greek Monotonic

μεγᾰλοεργία: ἡ, συνηρ. -ουργία, μεγαλοπρέπεια, σε Λουκ.

German (Pape)

s. μεγαλουργία.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοεργία: стяж. μεγᾰλουργία ἡ
1 величие, великолепие Luc.;
2 щедрость, пышность (τῆς δωρεᾶς Polyb.).

Middle Liddell

μεγᾰλοεργία, ἡ, [from μεγᾰλοεργής]
magnificence, Luc.