πολύφθορος: Difference between revisions

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός που περιπλανήθηκε πολύ, [[πολυπλάνητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο ολοκληρωτικά κατεστραμμένος, ο παντελώς αφανισμένος («πολύφθορόν τε [[δῶμα]] Πελοπιδῶν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> αυτός που αψηφά φθορές και κινδύνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φθορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φθείρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ανεμό</i>-<i>φθορος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός που περιπλανήθηκε πολύ, [[πολυπλάνητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο ολοκληρωτικά κατεστραμμένος, ο παντελώς αφανισμένος («πολύφθορόν τε [[δῶμα]] Πελοπιδῶν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> αυτός που αψηφά φθορές και κινδύνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φθορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φθείρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ανεμό</i>-<i>φθορος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].
}}
{{pape
|ptext=<i>sehr viel [[Verderben]], [[Unglück]] [[habend]]</i>; [[δῶμα]] Πελοπιδῶν, Soph. <i>El</i>. 10, vgl. <i>[[Trach]]</i>. 477; Eur. <i>Phoen</i>. 1029.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 27: Line 30:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[utterly ruined]]
|woodrun=[[utterly ruined]]
}}
{{pape
|ptext=<i>sehr viel [[Verderben]], [[Unglück]] [[habend]]</i>; [[δῶμα]] Πελοπιδῶν, Soph. <i>El</i>. 10, vgl. <i>[[Trach]]</i>. 477; Eur. <i>Phoen</i>. 1029.
}}
}}

Revision as of 12:37, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύφθορος Medium diacritics: πολύφθορος Low diacritics: πολύφθορος Capitals: ΠΟΛΥΦΘΟΡΟΣ
Transliteration A: polýphthoros Transliteration B: polyphthoros Transliteration C: polyfthoros Beta Code: polu/fqoros

English (LSJ)

ον, Pass., utterly destroyed or utterly ruined, Οἰχαλία, δῶμα, S. Tr. 477, El. 10. (φθείρω II. 4) involving or enduring many wanderings, π. τύχαι, πλάνη, A. Pr. 633, 820; of merchants, S. Fr. 555.5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 entièrement dévasté, ruiné;
2 riche en catastrophes;
3 qui court mille dangers.
Étymologie: πολύς, φθείρω.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(με παθ. σημ.) αυτός που περιπλανήθηκε πολύ, πολυπλάνητος
αρχ.
1. ο ολοκληρωτικά κατεστραμμένος, ο παντελώς αφανισμένος («πολύφθορόν τε δῶμα Πελοπιδῶν», Σοφ.)
2. πιθ. αυτός που αψηφά φθορές και κινδύνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φθορος (< φθείρω), πρβλ. ανεμό-φθορος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].

German (Pape)

sehr viel Verderben, Unglück habend; δῶμα Πελοπιδῶν, Soph. El. 10, vgl. Trach. 477; Eur. Phoen. 1029.

Russian (Dvoretsky)

πολύφθορος:
1 пораженный многими бедствиями (δῶμα Πελοπιδῶν Soph.);
2 совершенно разрушенный, разоренный (Οἰχαλία Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύφθορος -ον [πολύς, φθείρω] veel geteisterd, aan veel vernietiging blootgesteld:. ξένων... στίχας πολυφθόρους ἐν δαί de gelederen van de vreemdelingen, zwaar geteisterd in de strijd Aeschl. Sept. 925; πολύφθορόν τε δῶμα het door rampspoed geteisterde huis Soph. El. 10. veel rondzwervend:. π. πλάνη vele omzwervingen Aeschl. PV 820; τὰς πολυφθόρους τύχας hun ongelukkige omzwervingen Aeschl. PV 633.

Middle Liddell

pass. utterly destroyed, Soph.

English (Woodhouse)

utterly ruined

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)