ὑστερικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=u(steriko/s
|Beta Code=u(steriko/s
|Definition=ή, όν, (ὑστέρα) of women, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[suffering in the womb]], [[hysterical]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prorrh.</span>1.119</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>776a10</span>; ὑ. πνίξ [[passio hysterica]], [[hysterics]], <span class="bibl">Sor.2.26</span>. Gal.11.47; also in plural, Id.14.181; so <b class="b3">τὰ ὑστερικά</b> (''[[sc.]]'' [[πάθη]]) <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>5.35</span>. Adv. -κῶς, πνιγόμεναι Dsc.2.8. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of or belonging to the [[womb]], σκληρύσματα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Coac.</span>517</span>; [[ὑμένες]], [[πόρος]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>717a5</span>, <span class="bibl">720b31</span>; [[σπερμάτια]] remedial [[for the womb]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span> 1.45</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">ἐν ὑ. τόπῳ</b> dub. sens. in <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>3.755v</span>.<span class="bibl">7</span> (iv A. D.).</span>
|Definition=ή, όν, (ὑστέρα) of women, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[suffering in the womb]], [[hysterical]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prorrh.</span>1.119</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>776a10</span>; ὑ. πνίξ [[passio hysterica]], [[hysterics]], <span class="bibl">Sor.2.26</span>. Gal.11.47; also in plural, Id.14.181; so <b class="b3">τὰ ὑστερικά</b> (''[[sc.]]'' [[πάθη]]) <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>5.35</span>. Adv. -κῶς, πνιγόμεναι Dsc.2.8. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of or belonging to the [[womb]], σκληρύσματα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Coac.</span>517</span>; [[ὑμένες]], [[πόρος]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>717a5</span>, <span class="bibl">720b31</span>; [[σπερμάτια]] remedial [[for the womb]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span> 1.45</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">ἐν ὑ. τόπῳ</b> dub. sens. in <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>3.755v</span>.<span class="bibl">7</span> (iv A. D.).</span>
}}
{{pape
|ptext=<i>die [[Gebärmutter]] [[betreffend]], [[daran]] [[leidend]]</i>, τὸ ὑστερικὰ [[πάθη]], <i>[[Mutterbeschwerden]]</i>, Medic.; vgl. Arist. <i>gen.an</i>. 4.7.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑστερικός]], -ή, -όν, ΝΑ, θηλ. και υστερικιά Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[υστερία]] («υστερική [[κρίση]]»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από [[υστερία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μήτρα]] («ὑστερικὸς [[ὑμήν]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) αυτός που πάσχει στη [[μήτρα]], που υποφέρει από πόνους της μήτρας («μόνον ὑστερικόν ἐστι γυνὴ τῶν ἄλλων ζῴων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὑστερικά</i><br />οι πόνοι της μήτρας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υστερικώς</i> / <i>ὑστερικῶς</i> ΝΑ, και <i>υστερικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο υστερικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑστέρα]] «[[μήτρα]]». Για την επιστημον. σημ. της λ. <b>βλ. λ.</b> [[υστερία]]].
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑστερικός]], -ή, -όν, ΝΑ, θηλ. και υστερικιά Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[υστερία]] («υστερική [[κρίση]]»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από [[υστερία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μήτρα]] («ὑστερικὸς [[ὑμήν]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) αυτός που πάσχει στη [[μήτρα]], που υποφέρει από πόνους της μήτρας («μόνον ὑστερικόν ἐστι γυνὴ τῶν ἄλλων ζῴων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὑστερικά</i><br />οι πόνοι της μήτρας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υστερικώς</i> / <i>ὑστερικῶς</i> ΝΑ, και <i>υστερικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο υστερικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑστέρα]] «[[μήτρα]]». Για την επιστημον. σημ. της λ. <b>βλ. λ.</b> [[υστερία]]].
}}
{{pape
|ptext=<i>die [[Gebärmutter]] [[betreffend]], [[daran]] [[leidend]]</i>, τὸ ὑστερικὰ [[πάθη]], <i>[[Mutterbeschwerden]]</i>, Medic.; vgl. Arist. <i>gen.an</i>. 4.7.
}}
}}

Revision as of 13:00, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑστερικός Medium diacritics: ὑστερικός Low diacritics: υστερικός Capitals: ΥΣΤΕΡΙΚΟΣ
Transliteration A: hysterikós Transliteration B: hysterikos Transliteration C: ysterikos Beta Code: u(steriko/s

English (LSJ)

ή, όν, (ὑστέρα) of women, A suffering in the womb, hysterical, Hp.Prorrh.1.119, Arist.GA776a10; ὑ. πνίξ passio hysterica, hysterics, Sor.2.26. Gal.11.47; also in plural, Id.14.181; so τὰ ὑστερικά (sc. πάθη) Hp.Aph.5.35. Adv. -κῶς, πνιγόμεναι Dsc.2.8. 2 of or belonging to the womb, σκληρύσματα Hp.Coac.517; ὑμένες, πόρος, Arist.GA717a5, 720b31; σπερμάτια remedial for the womb, Hp.Mul. 1.45. II ἐν ὑ. τόπῳ dub. sens. in PLond.3.755v.7 (iv A. D.).

German (Pape)

die Gebärmutter betreffend, daran leidend, τὸ ὑστερικὰ πάθη, Mutterbeschwerden, Medic.; vgl. Arist. gen.an. 4.7.

Russian (Dvoretsky)

ὑστερικός: ὑστέρα II]
1 маточный (πύρος Arst.);
2 подверженный маточным заболеваниям (γυνή Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑστερικός: -ή, -όν, (ὑστέρα) ἐπὶ γυναικὸς πασχούσης κατὰ τὴν μήτραν, Ἱππ. Προρρ. 77, πρβλ. Ἀριστ. περὶ Ζῴων Γεν. 4. 7, 6· ― πνῖγας ὑστερικὰς Γαλην. τ. 14, σ. 181, 16, Kühn.· οὕτω, τὰ ὑστερικὰ (ἐξυπακ. πάθη) Ἱππ. Ἀφορ. 1254. ― Ἐπίρρ., -κῶς Διοσκ. 2. 10. 2) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν μήτραν, μητρικός, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 204· ὑμήν, πόρος Ἀριστ. περὶ Ζῴων Γεν. 1. 3, 6., 15. 3.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑστερικός, -ή, -όν, ΝΑ, θηλ. και υστερικιά Ν
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υστερία («υστερική κρίση»)
2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υστερία
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μήτρα («ὑστερικὸς ὑμήν», Αριστοτ.)
2. (για γυναίκα) αυτός που πάσχει στη μήτρα, που υποφέρει από πόνους της μήτρας («μόνον ὑστερικόν ἐστι γυνὴ τῶν ἄλλων ζῴων», Αριστοτ.)
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑστερικά
οι πόνοι της μήτρας.
επίρρ...
υστερικώς / ὑστερικῶς ΝΑ, και υστερικά Ν
κατά τρόπο υστερικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑστέρα «μήτρα». Για την επιστημον. σημ. της λ. βλ. λ. υστερία].