βραχυκατάληκτος: Difference between revisions
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''βρᾰχυκατάληκτος:''' стих.<br /><b class="num">1</b> оканчивающийся коротким слогом;<br /><b class="num">2</b> [[меньший на одну стопу]], [[усеченный]] ([[μέτρον]]). | |elrutext='''βρᾰχυκατάληκτος:''' стих.<br /><b class="num">1</b> [[оканчивающийся коротким слогом]];<br /><b class="num">2</b> [[меньший на одну стопу]], [[усеченный]] ([[μέτρον]]). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:11, 1 December 2022
English (LSJ)
ον,
A ending in a short syllable, A.D.Pron.50.24, Arc.192.20. Adv. βραχυκαταλήκτως f.l. for βραχυπαραλήκτως (q.v.), Sch.Ar.Pl.1057, = Suid. s.v. παιδιά.
II βραχυκατάληκτος μέτρον, short by a foot, Heph.4.4, Aristid.Quint. 1.23:—hence βραχυκαταληκτέω, terminate in a short syllable, Sch.Ar.Ra.317:—Subst. βραχυκαταληξία, ἡ, final short, Heph. Poëm.5.
Spanish (DGE)
-ον
I 1prosod., de palabras que termina en sílaba breve Tyrannio 3, A.D.Adu.150.20, 156.13, Pron.50.24, 81.8, Coni.253.2, Arc.192.20, Sch.Er.Il.1.565, 3.426, Eust.1148.49.
2 métr. al que le falta un pie de dos sílabas de metros, Heph.4.3, Aristid.Quint.46.12, Sch.Ar.Ra.316, Pl.1042.
II adv. βραχυκαταλήκτως = con la última sílaba breve Sch.Ar.Pl.1056, Sud.s.u. παιδία.
German (Pape)
[Seite 462] mit einer kurzen Sylbe endigend, Gramm.; häufiger, um einen Fuß zu kurz sein, μέτρα Arist. Quint. u. A.
Russian (Dvoretsky)
βρᾰχυκατάληκτος: стих.
1 оканчивающийся коротким слогом;
2 меньший на одну стопу, усеченный (μέτρον).
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχῠκατάληκτος: -ον, ὁ κατὰ ἕνα πόδα βραχύς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1043, κτλ.· -ἐντεῦθεν –ληκτέω, οὕτω καταλήγω, Σχόλ. εἰς Βατρ. 317· καὶ οὐσιαστ. –ληξία, ἡ, ὅταν ὁ στίχος εἶνε βραχὺς κατὰ ἕνα πόδα, Ἰωάν. Ἀλεξ. σ. 21. Πρβλ. καταληκτικός, ὑπερκατάληκτος.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ βραχυκατάληκτος, -ον)
νεοελλ.
(για λέξη) αυτή που λήγει σε βραχεία συλλαβή
(αρχ. -μσν.) (για μέτρο ή στίχο) αυτός που είναι ελλιπής κατά τον τελευταίο πόδα.