ἐκθερμαίνω: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
m (Text replacement - "tr" to "tr") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">I</b> | |dgtxt=<b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[calentar enteramente]], [[hacer entrar en calor]] esp. ref. partes del cuerpo ὁκόσα κατέψυκται, ἐκθερμαίνειν Hp.<i>Aph</i>.5.19, τὸ ὀστέον Hp.<i>VC</i> 21, τοὺς πόδας ... πυρὶ καὶ ὕδατι Hp.<i>Epid</i>.5.57, ἑωυτήν Hp.<i>Steril</i>.224, ἡ [[ἀλώπηξ]] ... τῇ γλώττῃ λείχουσα ἐκθερμαίνει a las crías, Arist.<i>HA</i> 580<sup>a</sup>9, πρὶν ... ἡ τρῖψις ἐκθερμάνῃ (τὴν γονήν), οὐ τήκεται Arist.<i>Pr</i>.878<sup>a</sup>38, cf. <i>Fr</i>.221, ἐκθέρμαινε ποτῷ ἐψυγμένα γυῖα Nic.<i>Al</i>.461, ἐκθερμῆναν γὰρ ... τὸ φάρμακον τοῦ Ἡρακλέους τὸ σῶμα Thdt.<i>Affect</i>.8.17<br /><b class="num">•</b>ref. huevos [[empollar completamente o hasta el final]] Aesop.206.<br /><b class="num">2</b> fig., c. ac. de pers. o abstr. [[calentar]], [[excitar]], [[estimular]] (ὁ οἶνος) ἐκθερμαίνει τὸ σῶμα πρὸς μεῖξιν en sent. erót. <i>T.Iud</i>.14.3, τὸν δ' ἐντὸς εὐρῶτα τῆς ψυχῆς ... οὐκ ἐκτεθέρμαγκεν ... διὰ φιλοσοφίας Plu.2.48c, cf. <i>Mar</i>.16, τὴν καρδίαν ἡμῶν Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.235.1, τὰς ψυχὰς ἡμῶν Chrys.M.61.774, cf. M.59.588, (προοίμιον) ἐκθερμαῖνον τὸν νεανίσκον περὶ τὴν ... ἀκρόασιν Procl.<i>in Alc</i>.129<br /><b class="num">•</b>abs. ἡδονὴ ἐπιστᾶσα καὶ ἐκθερμαίνουσα πρὸς ἀκολασίαν <i>Corp.Herm.Fr.Ox</i>.4.3.<br /><b class="num">II</b> intr., en v. med.-pas., frec. de pers. o partes del cuerpo [[calentarse completamente]], [[entrar en calor]] ἐκθερμανθῆναι ... λουτρῷ θερμῷ Hp.<i>VM</i> 16, ἐκθερμανθεὶς ἵδρωσε Hp.<i>Epid</i>.6.8.30, ἡ δὲ κόνις ... ψύχουσα γὰρ τὸ σῶμα οὐκ ἐᾷ ἐκθερμαίνεσθαι Hp.<i>Vict</i>.65.6, ἐκθερμαινόμενον τὸ ὑγρὸν ἀὴρ γίνεται Arist.<i>Pr</i>.883<sup>a</sup>4, cf. 870<sup>a</sup>17, τὸ [[δίψος]] δὲ δῆλον ὡς ἐκθερμαινομένου τοῦ σώματος es claro que la sed procede del calentamiento del cuerpo</i> Arist.<i>Pr</i>.947<sup>b</sup>37, ὡς ἐκθερμαινόμενον, αὐαίνεται (τὸ [[δένδρον]]) se seca el árbol por exceso de calor</i> Thphr.<i>CP</i> 3.9.1, a causa de la embriaguez, Timae.149, cf. Plu.2.652a, ὁ δὲ ... κομισθεὶς ... εἰς [[βαλανεῖον]] ... ἐξεθερμαίνετο Aristid.<i>Or</i>.48.76, περιψύξεως γενομένης ἔξωθεν, ἐκθερμαίνεται ... τὰ [[ἐντός]] Plu.2.694d, cf. <i>Corp.Herm.Fr</i>.24.14. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:20, 6 December 2022
English (LSJ)
strengthened for θερμαίνω, A warm thoroughly, Arist. HA580a9, Pr.878a38, Philostr. Gym.35; ποτῷ γυῖα Nic.Al.461:— Pass., become hot, Hp.VM16, Arist.Pr.863b27; with wine, Timae. 114. II cause to evaporate by heat, Arist.Pr.870a17 (Pass.): metaph., τὸν εὐρῶτα τῆς ψυχῆς οὐκ ἐκτεθέρμαγκε διὰ φιλοσοφίας Plu. 2.48c.
Spanish (DGE)
I tr.
1 calentar enteramente, hacer entrar en calor esp. ref. partes del cuerpo ὁκόσα κατέψυκται, ἐκθερμαίνειν Hp.Aph.5.19, τὸ ὀστέον Hp.VC 21, τοὺς πόδας ... πυρὶ καὶ ὕδατι Hp.Epid.5.57, ἑωυτήν Hp.Steril.224, ἡ ἀλώπηξ ... τῇ γλώττῃ λείχουσα ἐκθερμαίνει a las crías, Arist.HA 580a9, πρὶν ... ἡ τρῖψις ἐκθερμάνῃ (τὴν γονήν), οὐ τήκεται Arist.Pr.878a38, cf. Fr.221, ἐκθέρμαινε ποτῷ ἐψυγμένα γυῖα Nic.Al.461, ἐκθερμῆναν γὰρ ... τὸ φάρμακον τοῦ Ἡρακλέους τὸ σῶμα Thdt.Affect.8.17
•ref. huevos empollar completamente o hasta el final Aesop.206.
2 fig., c. ac. de pers. o abstr. calentar, excitar, estimular (ὁ οἶνος) ἐκθερμαίνει τὸ σῶμα πρὸς μεῖξιν en sent. erót. T.Iud.14.3, τὸν δ' ἐντὸς εὐρῶτα τῆς ψυχῆς ... οὐκ ἐκτεθέρμαγκεν ... διὰ φιλοσοφίας Plu.2.48c, cf. Mar.16, τὴν καρδίαν ἡμῶν Gr.Nyss.Hom.in Cant.235.1, τὰς ψυχὰς ἡμῶν Chrys.M.61.774, cf. M.59.588, (προοίμιον) ἐκθερμαῖνον τὸν νεανίσκον περὶ τὴν ... ἀκρόασιν Procl.in Alc.129
•abs. ἡδονὴ ἐπιστᾶσα καὶ ἐκθερμαίνουσα πρὸς ἀκολασίαν Corp.Herm.Fr.Ox.4.3.
II intr., en v. med.-pas., frec. de pers. o partes del cuerpo calentarse completamente, entrar en calor ἐκθερμανθῆναι ... λουτρῷ θερμῷ Hp.VM 16, ἐκθερμανθεὶς ἵδρωσε Hp.Epid.6.8.30, ἡ δὲ κόνις ... ψύχουσα γὰρ τὸ σῶμα οὐκ ἐᾷ ἐκθερμαίνεσθαι Hp.Vict.65.6, ἐκθερμαινόμενον τὸ ὑγρὸν ἀὴρ γίνεται Arist.Pr.883a4, cf. 870a17, τὸ δίψος δὲ δῆλον ὡς ἐκθερμαινομένου τοῦ σώματος es claro que la sed procede del calentamiento del cuerpo Arist.Pr.947b37, ὡς ἐκθερμαινόμενον, αὐαίνεται (τὸ δένδρον) se seca el árbol por exceso de calor Thphr.CP 3.9.1, a causa de la embriaguez, Timae.149, cf. Plu.2.652a, ὁ δὲ ... κομισθεὶς ... εἰς βαλανεῖον ... ἐξεθερμαίνετο Aristid.Or.48.76, περιψύξεως γενομένης ἔξωθεν, ἐκθερμαίνεται ... τὰ ἐντός Plu.2.694d, cf. Corp.Herm.Fr.24.14.
German (Pape)
[Seite 760] ganz u. gar erwärmen; Arist. probl. 2, 35; Theophr.; ἐκθερμανθέντες ἀπὸ τῆς μέθης Timae. bei Ath. II, 37 b. – Dutch Hitze herausbringen, vertilgen, ἐκτεθέρμαγκε Plut. de audit. 10 E., neben ἐξωθέω.
French (Bailly abrégé)
1 échauffer fortement;
2 détruire par le feu.
Étymologie: ἐκ, θερμαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκθερμαίνω:
1 согревать, греть (τὰ τέκνα Arst.);
2 нагревать (τὸ σῶμα ὑπὸ κινήσεως ἐκθερμαινόμενον Arst.);
3 выжигать, уничтожать огнем (τὸν ἐντὸς εὐρῶτα Plut.);
4 испарять нагреванием (ἱδρὼς ἐκθερμαίνεται Arst.);
5 разжигать, возбуждать (τὰς ψυχάς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκθερμαίνω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ θερμαίνω, τελείως, ἐντελῶς θερμαίνω, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 34, Προβλ. 4. 14, κ. ἀλλ.: - Παθ. γίνομαι θερμός, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 14, Ἀριστ. Προβλ. 1. 39, κ. ἀλλ. ἐκθερμανθέντας ἀπὸ τῆς μέθης Τίμαιος παρ’ Ἀθην. 37Β. ΙΙ. κάμνω νὰ ἐξατμισθῇ τι διὰ τῆς θερμάνσεως, Ἀριστ. Προβλ. 2. 35. ἐξαλείφω, διαγράφω, Πλούτ. 2. 48D.
Greek Monolingual
ἐκθερμαίνω (Α)
μσν.
θερμαίνω, ενισχύω ψυχικώς
αρχ.
1. θερμαίνω εντελώς
2. εξάπτομαι
3. με θέρμανση εξατμίζω
4. εξαλείφω.