ἀνακροτέω: Difference between revisions

From LSJ

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνακροτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σηκώνω]] και [[χτυπώ]] μαζί, <i>τὼ χεῖρε</i>, σε Αριστοφ.· [[τὰς]] χεῖρας, σε Αισχίν.· απόλ., [[επευφημώ]] ζωηρά, με ενθουσιασμό, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀνακροτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σηκώνω]] και [[χτυπώ]] μαζί, <i>τὼ χεῖρε</i>, σε Αριστοφ.· τὰς χεῖρας, σε Αισχίν.· απόλ., [[επευφημώ]] ζωηρά, με ενθουσιασμό, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[lift]] up and [[strike]] [[together]], τὼ χεῖρε Ar.; τὰς χεῖρας Aeschin.: absol. to [[applaud]] [[vehemently]], Ar.
|mdlsjtxt=<br />to [[lift]] up and [[strike]] [[together]], τὼ χεῖρε Ar.; τὰς χεῖρας Aeschin.: absol. to [[applaud]] [[vehemently]], Ar.
}}
}}

Revision as of 12:45, 6 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακροτέω Medium diacritics: ἀνακροτέω Low diacritics: ανακροτέω Capitals: ΑΝΑΚΡΟΤΕΩ
Transliteration A: anakrotéō Transliteration B: anakroteō Transliteration C: anakroteo Beta Code: a)nakrote/w

English (LSJ)

lift up and strike together, τὼ χεῖρ' ἀνεκρότησ' ὑφ' ἡδονῆς Ar.Pl.739; ἀνακροτήσας τὰς χεῖρας Aeschin.2.226; ταῖς χερσὶν ὑφ' ἡδονῆς Plu.Mar.44: abs., οἱ δ' ἀνεκρότησαν applauded vehemently, Ar.Eq.651, V.1314, cf. J.AJ12.4.9, Alciphr.1.39: aor. part. ἀνακορτήσασα cj. in Hexam. ap. Diogenian.3.67.

Spanish (DGE)

entrechocar (las manos para aplaudir) ἐγὼ δὲ τὼ χείρ' ἀνεκρότησ' ὑφ' ἡδονής Ar.Pl.739, cf. Aeschin.2.42
de ahí aplaudir ταῖς χερσὶν ὑφ' ἡδονῆς ἀνακροτῆσαι Plu.Mar.44, abs. οἱ δ' ἀνεκρότησαν Ar.Eq.651, cf. V.1314, πάντας ἐκέλευσεν ἀνακροτῆσαι I.AI 12.214, cf. Luc.Asin.36, Alciphr.4.14.6.

German (Pape)

[Seite 193] Beifall klatschen, Ar. Equ. 649 Vesp. 1314; auch mit dem acc., τὼ χεῖρε Pl. 739, mit den aufgehobenen Händen, wie τὰς χεῖρας, Aesch. 2, 42.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
poét. ἀγκροτέω;
battre des mains, applaudir.
Étymologie: ἀνά, κροτέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακροτέω: (тж. ἀ. τὼ χεῖρε Arph., τὰς χεῖρας Aeschin. и ταῖς χερσίν Plut.) хлопать в ладоши, рукоплескать Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακροτέω: ἀνατείνω πρὸς τὰ ἄνω τὰς χεῖρας καὶ συγκρούω αὐτάς, τὼ χεῖρ’ ἀνεκρότησ’ ὑφ’ ἡδονῆς, Ἀριστοφ. Πλ. 739· ἀνακροτήσας τὰς χεῖρας Αἰσχίν. 33. 36: ἀπολ., οἱ δ’ ἀνεκρόντησαν, ζωηρῶς ἐπευφήμησαν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 651, Σφ. 1314. - Περὶ ποιητικοῦ τινος ἀνακορτέω ἴδε ἐν λ. κροτέω καὶ πρβλ. ἐγκροτέω.

Greek Monotonic

ἀνακροτέω: μέλ. -ήσω, σηκώνω και χτυπώ μαζί, τὼ χεῖρε, σε Αριστοφ.· τὰς χεῖρας, σε Αισχίν.· απόλ., επευφημώ ζωηρά, με ενθουσιασμό, σε Αριστοφ.

Middle Liddell


to lift up and strike together, τὼ χεῖρε Ar.; τὰς χεῖρας Aeschin.: absol. to applaud vehemently, Ar.