χιλιαρχία: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 <i>")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[fonction de chiliarque]];<br /><b>2</b> fonction de tribun militaire <i>à Rome</i>.<br />'''Étymologie:''' [[χιλίαρχος]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[fonction de chiliarque]];<br /><b>2</b> [[fonction de tribun militaire]] <i>à Rome</i>.<br />'''Étymologie:''' [[χιλίαρχος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:31, 6 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῑλιαρχία Medium diacritics: χιλιαρχία Low diacritics: χιλιαρχία Capitals: ΧΙΛΙΑΡΧΙΑ
Transliteration A: chiliarchía Transliteration B: chiliarchia Transliteration C: chiliarchia Beta Code: xiliarxi/a

English (LSJ)

ἡ, A office or post of χιλίαρχος, X.Cyr.4.1.4. 2 office of tribunus militum Plu. Cam.38, al., D.C.59.29; ἀπὸ τριῶν χ., = Lat. tribus militiis, IGRom. 4.1204 (Thyatira). II unit under the command of a χιλίαρχος, corps of 1024 men, Ascl.Tact.2.10, Ael.Tact.9.6, Arr.Tact.10.5. 2 = χιλιάς, LXX Nu.31.48, 1 Ma.5.13. 3 Persian military district, AJA 16.13 (Sardis, iv/iii B. C.). III = χιλιετηρίς, applied to work by Asinius Quadratus, St.Byz. s.v. Ὀξύβιοι (cf. χιλιάς ΙΙ).

German (Pape)

[Seite 1355] ἡ, das Amt od. die Würde des χιλιάρχης, Xen. Cyr. 4, 1,4.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 fonction de chiliarque;
2 fonction de tribun militaire à Rome.
Étymologie: χιλίαρχος.

Russian (Dvoretsky)

χῑλιαρχία:
1 хилиархия, должность хилиарха Xen., Plut.;
2 (в Риме; лат. tribunatus militum) должность военного трибуна Plut.

Greek (Liddell-Scott)

χῑλιαρχία: ἡ, ἀξίωμαὑπούργημα τοῦ χιλιάρχου, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 4.1, 4, Συλλ. Ἐπιγρ. 3484, Πλούτ. 2) τὸ ἀξίωμα τῶν tribuni militares, ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλῳ 38. ΙΙ. = χιλιάς, χιλιανδρία, δηλ. ἀριθμὸς ἀνδρῶν διοικουμένων ὑπὸ χιλιάρχου, ἀπώλεσαν ἐκεὶ ὡς μίαν χιλιαρχίαν ἀνδρῶν Ἑβδ. (Μακκ. Πρῶτ. κεφ. Ε΄, 13).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ χιλίαρχος
1. το αξίωμα του χιλιαρχου
2. στρατιωτικό σώμα χιλίων, περίπου, ανδρών που διοικούσε χιλίαρχος (α. «μέ στείλανε... με τη χιλιαρχία του Τζαβέλλα», Βλαχογ.
β. «ἀπώλεσαν ἐκεῖ ὡς μίαν χιλιαρχίαν ἀνδρῶν», ΠΔ)
αρχ.
1. περσική στρατιωτική περιφέρεια
2. χιλιετηρίδα.

Greek Monotonic

χῑλιαρχία: ἡ,
1. αξίωμα του χιλίαρχου, σε Ξεν.
2. το αξίωμα των tribuni militares, στον ίδ.

Middle Liddell

χῑλιαρχία, ἡ,
1. the office or post of χιλίαρχος, Xen.
2. the office of the tribuni militares, Xen.