δόμονδε: Difference between revisions
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
m (Text replacement - ", -δε." to ", -δε.") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=domonde | |Transliteration C=domonde | ||
|Beta Code=do/monde | |Beta Code=do/monde | ||
|Definition=Adv. [[homeward]], Hom.; | |Definition=Adv. [[homeward]], Hom.; [[ὅνδε δόμονδε]] = [[to his own house]], Od.1.83; also δόμον Archestr.''Fr.''26. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 16:03, 8 December 2022
English (LSJ)
Adv. homeward, Hom.; ὅνδε δόμονδε = to his own house, Od.1.83; also δόμον Archestr.Fr.26.
Spanish (DGE)
adv. a o hacia casa ὅνδε δόμονδε a su casa, Il.16.445, Hes.Sc.38, de Odiseo Od.1.83, πρόφρων <δ'> ὑπέδεκτο δ. Λάβαν benévolo le acogió en su casa Labán Theodotus SHell.759.5.
French (Bailly abrégé)
adv.
à la maison, vers la maison avec mouv.
Étymologie: δόμος, -δε.
German (Pape)
nach dem Hause, ins Haus, Hom., s. s.v. –δέ Suffix.
Russian (Dvoretsky)
δόμονδε: adv. домой, в дом: νοστῆσαι ὅνδε δ. Hom. вернуться к себе на родину.
Greek (Liddell-Scott)
δόμονδε: ἐπίρρ., εἰς τὸν οἶκον, οἴκαδε, ὡς τὰ οἶκόνδε, οἴκαδε, Ὅμ.· ὅνδε δόμονδε, εἰς τὴν οἰκίαν του, Ὀδ. Α. 83· οὕτω, δόμον Ἀρχέστρ. παρ' Ἀθην. 327D.
English (Autenrieth)
adv., into the house, Od. 22.479; homeward, home, Il. 24.717 ; ὅνδε δόμονδε, to his house, to his home.
Greek Monolingual
δόμονδε επίρρ. (Α)
στο σπίτι, στην πατρίδα.
Greek Monotonic
δόμονδε: επίρρ., στο σπίτι, στην πατρίδα, προς το σπίτι, προς την πατρίδα, σε Όμηρ.· ὅνδε δόμονδε, στο δικό του σπίτι, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
adverb
home, homeward, Hom.; ὅνδε δόμονδε to his own house, Od.