ἔκκυνος: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "ἐκ" to "ἐκ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui perd <i>ou</i> ne poursuit pas la piste.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[κύων]].
|btext=ος, ον :<br />qui perd <i>ou</i> ne poursuit pas la piste.<br />'''Étymologie:''' ἐκ, [[κύων]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 19:00, 9 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκκῠνος Medium diacritics: ἔκκυνος Low diacritics: έκκυνος Capitals: ΕΚΚΥΝΟΣ
Transliteration A: ékkynos Transliteration B: ekkynos Transliteration C: ekkynos Beta Code: e)/kkunos

English (LSJ)

ον, (κύων) of a hound, A questing about, X.Cyn.7.10, Poll.5.65. II ἔκκυνοι· νόσημά τι κυνῶν, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
de perros que abandona el rastro, que se separa de la jauría X.Cyn.7.10, Poll.5.65; interpr. como νόσημά τι κυνῶν prob. por entenderlo como pérdida del olfato, Hsch.

German (Pape)

[Seite 765] der Spürhund, der nicht eine Spur verfolgt, sondern reviert, Xen. Cyn. 7, 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui perd ou ne poursuit pas la piste.
Étymologie: ἐκ, κύων.

Russian (Dvoretsky)

ἔκκῠνος: сбивающийся со следа (κύνες Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔκκῠνος: -ον, (κύων) ἐπὶ θηρευτικοῦ κυνὸς μὴ ἀκολουθοῦντος εἰς ὡρισμένα ἴχνη, ἀλλ’ ἐρευνῶντος ἄνω κάτω καὶ πανταχοῦ, Ξεν. Κυν. 7. 11, Πολυδ. Ε΄, 65.

Greek Monolingual

ἔκκυνος, -ον (Α)
(για σκυλιά) αυτός που περιπλανιέται μακριά από τα ίχνη.

Greek Monotonic

ἔκκῠνος: -ον (κύων), λέγεται για κυνηγετικό σκύλο, αυτός που ψάχνει, που αναζητά, χωρίς να ακολουθεί ένα συγκεκριμένο ίχνος ή μια ιδιαίτερη οσμή, αυτός που χάνεται στην ιχνηλασία, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἔκ-κῠνος, ον κύων
of a hound, questing about, not keeping on one scent, Xen.