προσαντιλαμβάνομαι: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=se prendre mutuellement : | |btext=se prendre mutuellement : τῶν [[χειρῶν]] les mains.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], ἀντιλαμβάνομαι. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσαντιλαμβάνομαι:''' Μέσ., πιάνομαι αμοιβαία ο [[ένας]] από τον [[άλλο]], | |lsmtext='''προσαντιλαμβάνομαι:''' Μέσ., πιάνομαι αμοιβαία ο [[ένας]] από τον [[άλλο]], τῶν [[χειρῶν]], από τα χέρια, σε Στράβ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />Mid. to [[take]] [[hold]] of one [[another]], τῶν [[χειρῶν]] by the hands, Strab. | |mdlsjtxt=<br />Mid. to [[take]] [[hold]] of one [[another]], τῶν [[χειρῶν]] by the hands, Strab. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:11, 9 December 2022
English (LSJ)
Med., take hold of one another, τῶν χειρῶν by the hands, Str.3.3.7.
German (Pape)
[Seite 750] einander gegenüberstehen, und an den Händen fassen, τῶν χειρῶν, Strab. 3, 3, 7.
French (Bailly abrégé)
se prendre mutuellement : τῶν χειρῶν les mains.
Étymologie: πρός, ἀντιλαμβάνομαι.
Greek (Liddell-Scott)
προσαντιλαμβάνομαι: Μέσ., πιάνομαι ἀμοιβαίως, γυναῖκες ἀναμὶξ ἀνδράσι προσαντιλαμβανόμεναι τῶν χειρῶν, ἐκ τῶν χειρῶν, Στράβ. 155.
Greek Monolingual
Α
πιάνομαι χέρι με χέρι με κάποιον («καὶ γυναῑκες ἀναμὶξ ἀνδράσιν προσαντιλαμβανόμεναι τῶν χειρῶν», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀντιλαμβάνομαι «κρατιέμαι, πιάνομαι από κάτι»].
Greek Monotonic
προσαντιλαμβάνομαι: Μέσ., πιάνομαι αμοιβαία ο ένας από τον άλλο, τῶν χειρῶν, από τα χέρια, σε Στράβ.
Middle Liddell
Mid. to take hold of one another, τῶν χειρῶν by the hands, Strab.