προσδιαβάλλω: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "τι" to "τι")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=calomnier <i>ou</i> décrier encore <i>ou</i> en outre : τινά, qqn ; τινά τινι une personne auprès d'une autre ; τινα [[εἴς]] [[τι]] qqn au sujet de qch ; chercher à rendre plus odieux.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[διαβάλλω]].
|btext=calomnier <i>ou</i> décrier encore <i>ou</i> en outre : τινά, qqn ; τινά τινι une personne auprès d'une autre ; τινα [[εἴς]] τι qqn au sujet de qch ; chercher à rendre plus odieux.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[διαβάλλω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 20:05, 9 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσδιαβάλλω Medium diacritics: προσδιαβάλλω Low diacritics: προσδιαβάλλω Capitals: ΠΡΟΣΔΙΑΒΑΛΛΩ
Transliteration A: prosdiabállō Transliteration B: prosdiaballō Transliteration C: prosdiavallo Beta Code: prosdiaba/llw

English (LSJ)

A insinuate besides, τὰ ὀρθῶς εἰρημένα π. ἄδικα εἶναι Antipho 3.4.2. 2 bring into greater disfavour, τινα Plu.Alc.28, cf. Fab.7; τινί τινας increase the feeling of… against, Id.Cor.27; προσδιαβληθῆναι εἴς τι Id.Per.29.

German (Pape)

[Seite 755] (s. βάλλω) noch dazu verleumden; Antiph. 3 δ 2 u. Sp., wie Plut. Cor. 27; εἴς τι, Pericl. 29, u. oft.

French (Bailly abrégé)

calomnier ou décrier encore ou en outre : τινά, qqn ; τινά τινι une personne auprès d'une autre ; τινα εἴς τι qqn au sujet de qch ; chercher à rendre plus odieux.
Étymologie: πρός, διαβάλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-διαβάλλω in een kwaad daglicht stellen:. τοὺς πατρικίους προσδιαβάλλειν τῷ δήμῳ de patriciërs nog meer bij het volk in een kwaad daglicht stellen Plut. Cor. 27.4; ὡς ἂν οὖν... προσδιαβληθείη μᾶλλον εἰς τὸν λακωνισμόν omdat hij nog nog eerder beticht zou worden van sympathie voor Sparta Plut. Per. 29.2.

Russian (Dvoretsky)

προσδιαβάλλω: сверх того (вместе с тем) клеветать, порочить: π. τινὰ τῷ δήμῳ Plut. оклеветать кого-л. в глазах народа; προσδιαβληθῆναι εἰς τὸν λακωνισμόν Plut. быть заподозренным в симпатиях к Спарте.

Greek Monolingual

Α
1. παρουσιάζω κατά τρόπο ψευδή («καὶ τὰ ὀρθῶς εἰρημένα προσδιαβάλλειν ἄδικα εἶναι», Αντιφ.)
2. συκοφαντώ κάποιον επί πλέον («τὸ τοὺς πατρικίους προσδιαβαλεῖν τῷ δήμῳ», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + διαβάλλω «συκοφαντώ»].

Greek Monotonic

προσδιαβάλλω: μέλ. -βᾰλῶ,
1. υπονοώ επιπλέον, σε Πλούτ.
2. συκοφαντώ, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

προσδιαβάλλω: διαβάλλω προσέτι, καὶ τὰ ὀρθῶς εἰρημένα προσδιαβάλλειν ἄδικα εἶναι Ἀντιφῶν 124. 12, πρβλ. Πλουτ. Φάβ. 7, κτλ. 2) συκοφαντῶ προσέτι, τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκιβ. 28· τοὺς πατρικίους τῷ δήμῳ ὁ αὐτ. ἐν Κοριολ. 27· προσδιαβληθῆναι εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 29.

Middle Liddell

fut. βᾰλῶ
1. to insinuate besides, Plut.
2. to slander besides, Plut.