Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀργιάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), acc\." to "$1 $2, acc.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1  :")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>I.</b> [[célébrer des mystères]] ; <i>avec un rég.</i> :<br /><b>1</b> accomplir avec célébration de mystères : θυσίας PLUT des sacrifices;<br /><b>2</b> honorer par la célébration des mystères : θεόν PLUT un dieu;<br /><b>II.</b> [[initier à des mystères]], acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὄργιον]].
|btext=<b>I.</b> [[célébrer des mystères]] ; <i>avec un rég.</i> :<br /><b>1</b> accomplir avec célébration de mystères : θυσίας PLUT des sacrifices;<br /><b>2</b> [[honorer par la célébration des mystères]] : θεόν PLUT un dieu;<br /><b>II.</b> [[initier à des mystères]], acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὄργιον]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 09:00, 10 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀργιάζω Medium diacritics: ὀργιάζω Low diacritics: οργιάζω Capitals: ΟΡΓΙΑΖΩ
Transliteration A: orgiázō Transliteration B: orgiazō Transliteration C: orgiazo Beta Code: o)rgia/zw

English (LSJ)

A celebrate ὄργια, E.Ba.415 (lyr.), etc.: c. acc., ὀ. τελετήν Pl.Phdr.250c; ἱερά Id.Lg.910c; θυσίας, πομπάς, χορείας Plu.Num.8: c. dat., pay ritual service to a god or goddess, ταύτῃ Str.10.3.12:—so in Med., ὀργιάζεσθαι δαίμοσι, and in Pass., of the sacred places, have service done in them, both in Pl.Lg.717b.
II c. acc., honour or worship with ὄργια, ταύτην v.l. in Str. l.c.; τοὺς μεγάλους θεούς D.H.1.69, cf. Plu.Cic.19.
2 ὀργιάζω τινά = initiate into ὄργια, Ph.2.158, Luc.Trag.112.

German (Pape)

[Seite 370] Orgien feiern; Eur. Bacch. 416; vom Bacchus, Ap. Rh. 2, 907 u. a. sp. D.; auch in Prosa, τὸν φανέντα κεκτημένον ἕτερα ἱερὰ καὶ ὀργιάζοντα πλὴν τὰ δημόσια, Plat. Legg. X, 910, in allgemeiner Bedeutung, feierliche Handlungen, Weihen vornehmen, τελετήν, Phaedr. 250 c; auch im med., μετὰ θεοὺς καὶ τοῖς δαίμοσιν ὅ γ' ἔμφρων ὀργιάζοιτ' ἄν, Legg. IV, 717 b. Er braucht es auch neben τιμάω, wie wir »feiern«, Phaedr. 252 d; vgl. θεὸν ὀργιασμοῖς ὀργιάζειν, Plut. Cic. 19; D. Hal. 1, 69. – Auch weihen, ἱδρύματα ἴδια πατρῴων θεῶν κατὰ νόμον ὀργιαζόμενα, Plat. Legg. IV, 717 b. – Plut. Num. 8 verbindet θυσίαις καὶ πομπαῖς ἃς αὐτὸς ὠργίασε καὶ κατέστησεν, öfter, wie a. Sp. – Auch τινά, Einen in die Orgien einweihen, aufnehmen, Philo.

French (Bailly abrégé)

I. célébrer des mystères ; avec un rég. :
1 accomplir avec célébration de mystères : θυσίας PLUT des sacrifices;
2 honorer par la célébration des mystères : θεόν PLUT un dieu;
II. initier à des mystères, acc..
Étymologie: ὄργιον.

Russian (Dvoretsky)

ὀργιάζω:
1 справлять оргии, совершать мистерии, священнодействовать (Βάκχαις θέμις ὀ. Eur.; τῷ θεῷ Plut.; med. τοῖς δαίμοσιν Plat.);
2 культ. справлять, совершать (ὄργια, τελετήν Plat.; θυσίας Plut.);
3 культ. посвящать, воздвигать (ἱδρύματα θεῶν ὀργιαζόμενα Plat.);
4 культ. чтить, славить (θεὸν ὀργιασμοῖς Plut.);
5 посвящать в мистерии, вводить в число посвященных (τινά Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀργιάζω: μέλλ. -άσω, τελῶ ὄργια, Εὐρ. Βάκχ. 415, κτλ.· μετ’ αἰτ., ὀργ. τελετὴν Πλάτ. Φαῖδρ. 250C· ὄργια ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 910C· θυσίας, πομπάς, κτλ., Πλουτ. Νουμᾶς 8, κτλ. - Μέσ., ὀργιάζομαι δαίμονι, τελῶ αὐτῷ λατρείαν, μετὰ θεοὺς δὲ τούσδε καὶ τοῖς δαίμοσιν ὃ γ’ ἔμφρων ὀργιάζοιτ’ ἂν Πλάτ. Νόμ. 717Β· καὶ ἐν τῷ παθ., ἐπὶ τῶν ἱδρυμάτων τῶν θεῶν, ἱδρύματα ἴδια πατρῴων θεῶν κατὰ νόμον ὀργιαζόμενα αὐτόθι. ΙΙ. μετ’ αἰτ., τιμῶ ἢ λατρεύω δι’ ὀργίων, Στράβ. 469· τὴν θεὸν ὀργιασμοῖς ὀργ. Διον. Ἁλ. 1. 69, πρβλ. Πλουτ. Κικ. 19. 2) ὀργ. τινά, μυῶ, εἰσάγω εἰς τὴν γνῶσιν τῶν ὀργίων ἢ μυστηρίων, Φίλων 2. 158, Λουκ. Τραγῳδοπ. 112.

Greek Monolingual

ὀργιάζω) όργια
νεοελλ.
1. ζω έκλυτο βίο, κάνω ανήθικες πράξεις
2. κάνω παράνομες πράξεις
αρχ.
1. τελώ θρησκευτικά όργια («θυσίαις καὶ πομπαῑς ἃς αὐτὸς ὠργίασε καὶ κατέστησε», Πλούτ.)
2. τιμώ ή λατρεύω κάποιον με όργια
3. εισάγω κάποιον στη γνώση τών οργίων.

Greek Monotonic

ὀργιάζω: μέλ. -άσω, εορτάζω,
I. τελώ ιερουργίες, σε Ευρ.· με σύστ. αντ., ὀργιάζω τελετήν, ὄργια, σε Πλάτ.
II. τιμώ ή λατρεύω μια θεότητα μέσω τελετουργικών ιεροπραξιών, σε Στράβ.

Middle Liddell

ὀργιάζω, fut. -άσω
I. to celebrate orgies, Eur.: c. acc.cogn., ὀργ. τελετήν, ὄργια Plat.
II. to honour or worship with orgies, Strab.