παλίνδικος: Difference between revisions
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
mNo edit summary |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[παλίνδικος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δικάζεται [[πάλι]]<br /><b>2.</b> αυτός που ενεργεί [[παρά]] τον νόμο, [[παράνομος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δικος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίκη]])]. | |mltxt=[[παλίνδικος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δικάζεται [[πάλι]]<br /><b>2.</b> αυτός που ενεργεί [[παρά]] τον νόμο, [[παράνομος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δικος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίκη]])]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[litigious]]=== | |||
Esperanto: procesema; German: [[prozessfreudig]], [[klagefreudig]], [[klagewütig]]; Greek: [[δικομανής]], [[φιλόδικος]]; Ancient Greek: [[ἀηδοποιός]], [[δικανικός]], [[δικαρράφος]], [[ἐγκληματικός]], [[παλίνδικος]], [[πολύδικος]], [[πολυνεικής]], [[φίλαίτιος]], [[φιλεχθής]], [[φιληλιαστής]], [[φιλόδικος]]; Ido: procesema; Latin: [[litigiosus]] | |||
}} | }} |
Revision as of 21:39, 10 December 2022
English (LSJ)
ον, litigious, Crates Com.51.
German (Pape)
[Seite 450] einen Rechtshandel von Neuem anfangend, Crates com. bei Poll. 8, 26, vgl. 6, 164.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίνδῐκος: -ον, ὁ πάλιν περὶ τῶν αὐτῶν δικαζόμενος, ἢ ὁ πολλάκις δικαζόμενος, Κράτης ἐν Ἀδήλ. 15. ΙΙ. ὁ ἐναντίον τοῦ νόμου ἐνεργῶν, παράνομος, = βίαιος, Δημ. παρὰ Πολυδ. Η΄, 26.
Greek Monolingual
παλίνδικος, -ον (Α)
1. αυτός που δικάζεται πάλι
2. αυτός που ενεργεί παρά τον νόμο, παράνομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -δικος (< δίκη)].
Translations
litigious
Esperanto: procesema; German: prozessfreudig, klagefreudig, klagewütig; Greek: δικομανής, φιλόδικος; Ancient Greek: ἀηδοποιός, δικανικός, δικαρράφος, ἐγκληματικός, παλίνδικος, πολύδικος, πολυνεικής, φίλαίτιος, φιλεχθής, φιληλιαστής, φιλόδικος; Ido: procesema; Latin: litigiosus