ἐκμοχλεύω: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
m (Text replacement - "Étymologie:''' ἐκ," to "Étymologie:''' ἐκ,")
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκμοχλεύω''': κινῶ τι ἐκ τῆς θέσεως [[αὐτοῦ]], ἰδίως διὰ μοχλοῦ, [[ἐκτοπίζω]], ἐξαρθρώνω, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 834· ― καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, 837· οὐχ ὑποβαλόντες τοὺς μοχλοὺς ὑπὸ τὰς πύλας [[ἐντεῦθεν]] ἐκμοχλεύσετ’, ἐνθενδὶ δ’ ἐγὼ ξυνεκμοχλεύσω Ἀριστοφ. Λυσ. 430: [[καθόλου]], [[βιάζω]], [[ἀναγκάζω]], τὴν φύσιν Πλούτ. 2. 662C.
|lstext='''ἐκμοχλεύω''': κινῶ τι ἐκ τῆς θέσεως αὐτοῦ, ἰδίως διὰ μοχλοῦ, [[ἐκτοπίζω]], ἐξαρθρώνω, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 834· ― καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, 837· οὐχ ὑποβαλόντες τοὺς μοχλοὺς ὑπὸ τὰς πύλας [[ἐντεῦθεν]] ἐκμοχλεύσετ’, ἐνθενδὶ δ’ ἐγὼ ξυνεκμοχλεύσω Ἀριστοφ. Λυσ. 430: [[καθόλου]], [[βιάζω]], [[ἀναγκάζω]], τὴν φύσιν Πλούτ. 2. 662C.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐκμοχλεύω]])<br /><b>1.</b> [[αποσπώ]] ή [[μετατοπίζω]] [[κάτι]] με τη [[βοήθεια]] μοχλού<br /><b>2.</b> [[αποσπώ]] βίαια [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραβιάζω]], [[διαστρεβλώνω]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[εξαρθρώνω]].
|mltxt=(AM [[ἐκμοχλεύω]])<br /><b>1.</b> [[αποσπώ]] ή [[μετατοπίζω]] [[κάτι]] με τη [[βοήθεια]] μοχλού<br /><b>2.</b> [[αποσπώ]] βίαια [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραβιάζω]], [[διαστρεβλώνω]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[εξαρθρώνω]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 11 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκμοχλεύω Medium diacritics: ἐκμοχλεύω Low diacritics: εκμοχλεύω Capitals: ΕΚΜΟΧΛΕΥΩ
Transliteration A: ekmochleúō Transliteration B: ekmochleuō Transliteration C: ekmochleyo Beta Code: e)kmoxleu/w

English (LSJ)

lift out with a lever, Hp.Art.72 (and in Med., ib.76); πύλας ἐ. to force them open with crow-bars, Ar.Lys.429: generally, force, compel, τὴν φύσιν Plu.2.662c; dislodge, τὰ λυποῦντα Gal.7.195, cf. Archig. ap. Orib.8.1.22; τὴν κακοχυμίαν τῶν σωμάτων Olymp.in Grg.p.143J.

Spanish (DGE)

1 apalancar para sacar algo de su sitio, hacer saltar, desencajar esp. cerrojos o puertas μηδὲν ἐκμοχλεύετε Ar.Lys.429, τὴν θύραν ταῖς μαχαίραις PLond.2009.11 (III a.C.), cf. Hld.8.12.3, τὴν αὔλειον Hld.4.17.4, δένδρα Ael.NA 6.56
forzar como con una palanca πολλὸς ἀὴρ ἀθροισθεὶς ... ἐξεμόχλευσε καὶ διέστησε τὸ στόμα Hp.Flat.8, para hacer una zancadilla τὴν βάσιν τε κατὰ τὰ σφυρὰ ... τῇ πτέρνῃ ... ἐκμοχλεύσας Hld.10.32.2
c. πρός y ac. forzar a moverse hacia, empujar hacia en v. pas. (τὸ πνεῦμα) πρὸς τὰ ἀναπνευστικὰ μέρη ἐκμοχλεύεται Archig. en Orib.8.1.22
fig. desquiciar, forzar (βοήθειαι) ἐκμοχλεύουσαι καὶ προσβιαζόμεναι τὴν φύσιν Plu.2.662c
tb. derribar, eliminar τὸν αἰώνιον ... θρόνον Didym.M.39.897C.
2 medic. descolocar, dislocar τὸ ἄρθρον Hp.Art.76, cf. 72, Paul.Aeg.6.118.4
gener. descoyuntar τῶν μὲν ... τὰ ἄρθρα Chrys.M.50.678.
3 forzar a salir, hacer desaparecer, como sinón. de curar μέχρι περ ἂν (ἡ δύναμις) ἐκμοχλεύσῃ ... πάντα (τὰ λυποῦντα) Gal.7.195, τῷ ἑλλεβόρῳ πολλὰ τῶν χρονίων παθῶν Basil.Hex.5.4, ἄνευ τινὸς μηχανῆς τὰ νοσοποιὰ αἴτια Ascl.in Metaph.399.24, τὰς κακοχυμίας τῶν σωμάτων Olymp.in Grg.8.1, en v. pas. Olymp.in Grg.29.2.
4 desobstruir, desopilar σκιρρῶδες ... τι Gal.12.470, τὸν πεπηγότα χυμόν Aët.3.5, cf. Gal.10.925, Alex.Aphr.Pr.2.8.

German (Pape)

[Seite 769] heraushebeln, mit Gewaltherausreißen, Hippocr.; πύλας, mit Hebeln sprengen, Ar. Lys. 430.

French (Bailly abrégé)

soulever avec un levier, forcer ; fig. contraindre, forcer.
Étymologie: ἐκ, μοχλεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκμοχλεύω:
1 вскрывать ломом, выламывать (πύλας Arph.);
2 воздействовать силой, насиловать (τὴν φύσιν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμοχλεύω: κινῶ τι ἐκ τῆς θέσεως αὐτοῦ, ἰδίως διὰ μοχλοῦ, ἐκτοπίζω, ἐξαρθρώνω, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 834· ― καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, 837· οὐχ ὑποβαλόντες τοὺς μοχλοὺς ὑπὸ τὰς πύλας ἐντεῦθεν ἐκμοχλεύσετ’, ἐνθενδὶ δ’ ἐγὼ ξυνεκμοχλεύσω Ἀριστοφ. Λυσ. 430: καθόλου, βιάζω, ἀναγκάζω, τὴν φύσιν Πλούτ. 2. 662C.

Greek Monolingual

(AM ἐκμοχλεύω)
1. αποσπώ ή μετατοπίζω κάτι με τη βοήθεια μοχλού
2. αποσπώ βίαια κάτι
αρχ.
1. παραβιάζω, διαστρεβλώνω
2. ιατρ. εξαρθρώνω.