πινακοπώλης: Difference between revisions
ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />marchands de petits oiseaux | |btext=ου (ὁ) :<br />marchands de petits oiseaux qu'on étalait sur une planche tout préparés pour être cuits.<br />'''Étymologie:''' [[πίναξ]], [[πωλέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 22:25, 11 December 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, one who sells small birds plucked and ranged upon a board, Ar.Av.14, cf. Sch.
German (Pape)
[Seite 616] ὁ, 1) Brettverkäufer. – 2) der auf einem Brette zusammengereih'te Vögel verkauft, Ar. Av. 14; Poll. 7, 197.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
marchands de petits oiseaux qu'on étalait sur une planche tout préparés pour être cuits.
Étymologie: πίναξ, πωλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πινακοπώλης -ου, ὁ [πίναξ, πωλέω] verkoper van schotels (met geplukt gevogelte erop).
Russian (Dvoretsky)
πῐνᾰκοπώλης: ου ὁ лотошник (продающий с лотка ощипанных птичек) Arph.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που πουλούσε μαδημένα πουλερικά, τοποθετημένα πάνω σε ξύλινη σανίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίναξ, -ακος + -πώλης].
Greek Monotonic
πῐνᾰκοπώλης: -ου, ὁ (πωλέομαι), κάποιος που πουλά μικρά πουλιά μαδημένα και παρατεταγμένα σε σανίδες, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πῑνᾰκοπώλης: -ου, ὁ, = ὀρνεοπώλης, «ὁ τὰ λιπαρὰ τῶν ὀρνέων ἐπὶ πινάκων πωλῶν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 14. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πινακοπώλης· ὀρνιθοπώλης, τίλλοντες γὰρ αὐτὰ καὶ τιθέντες ἐπὶ πίνακος ἐπώλουν, τὰ λοιπὰ ὁρμαθίζοντες».
Middle Liddell
πῐνᾰκο-πώλης, ου, ὁ, πωλέομαι
one who sells small birds plucked and ranged upon a board, Ar.