χερσονησοειδής: Difference between revisions
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />semblable à une | |btext=ής, ές :<br />semblable à une presqu'île.<br />'''Étymologie:''' [[χερσόνησος]], [[εἶδος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 22:30, 11 December 2022
English (LSJ)
later χερρ-, ές, peninsular, Hdt.7.22, Str.9.1.9; σκόπελος, of Circeii, D.H.4.63.
German (Pape)
[Seite 1351] ές, att. χεῤῥον., von der Art einer Halbinsel, ihr ähnlich; Her. 7, 22; Strab.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
semblable à une presqu'île.
Étymologie: χερσόνησος, εἶδος.
Russian (Dvoretsky)
χερσονησοειδής: имеющий вид полуострова (τὸ οὖρος Her.).
Greek (Liddell-Scott)
χερσονησοειδής: νεώτερ. Ἀττ. χερρ-, ές, ὅμοιος πρὸς χερσόνησον, ἐπὶ τοῦ Ἄθω, Ἡρόδ. 7. 22, Στράβ. 393· καὶ χερρονησώδης, ες, ὁ αὐτ. 683.
Greek Monolingual
και χερρονησοειδής, -ές, Α
όμοιος στο σχήμα με χερσόνησο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χερσόνησος /χερρόνησος + -ειδής].
Greek Monotonic
χερσονησοειδής: μεταγεν., Αττ. χερρ-, -ές (εἶδος), όμοιος με χερσόνησο, χερσονησοειδής, λέγεται για τη χερσόνησο του Άθω, σε Ηρόδ.