χυδαιολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Τέθνηκ' ἐν ἀνθρώποισιν πᾶσα γὰρ χάρις → Emortua omnis est hominibus gratia → Zu Grab getragen ist bei Menschen aller Dank

Menander, Monostichoi, 498
(47c)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, Ν<br />[[άτομο]] που μιλάει χυδαία, που χρησιμοποιεί απρεπείς και άσεμνες εκφράσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χυδαίος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Π. Κοδρικά].
|mltxt=ο, Ν<br />[[άτομο]] που μιλάει χυδαία, που χρησιμοποιεί απρεπείς και άσεμνες εκφράσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χυδαίος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Π. Κοδρικά].
}}
{{trml
|trtx====[[foul-mouthed]]===
Arabic: بَذِيء اللِّسَان‎; Catalan: malparlat, renegaire, llenguallarg; Danish: grov i munden; English: [[bawdy]], [[foulmouth]], [[foulmouthed]], [[foul-mouthed]], [[foul-spoken]], [[gutter mouth]], [[guttermouth]], [[obscene]], [[pottymouthed]], [[potty-mouthed]], [[scurrilous]], [[smutty]]; Finnish: rääväsuinen; French: [[mal embouché]]; German: [[unflätig]], [[mit Schimpfwörtern um sich werfend]]; Greek: [[αθυρόστομος]], [[αισχρολόγος]], [[βωμολόχος]], [[χυδαιολόγος]], [[βρωμόστομος]]; Ancient Greek: [[αἰσχεόμυθος]], [[αἰσχεορήμων]], [[αἰσχεόφημος]], [[αἰσχροεπής]], [[αἰσχρολόγος]], [[αἰσχρορρήμων]], [[βρωμολόγος]], [[κακοστόματος]], [[κακόστομος]], [[μιαρόγλωσσος]], [[στόμαργος]]; Italian: [[sboccato]], [[scurrile]]; Latin: [[maledicax]]; Norwegian Bokmål: rappkjeftet; Polish: niewyparzony; Portuguese: [[desbocado]]; Scots: roch; Spanish: [[malhablado]], [[desbocado]], [[deslenguado]], [[lenguaraz]]; Tagalog: palamura; Westrobothnian: fulmönt
}}
}}

Revision as of 14:06, 4 January 2023

Greek Monolingual

ο, Ν
άτομο που μιλάει χυδαία, που χρησιμοποιεί απρεπείς και άσεμνες εκφράσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χυδαίος + -λόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Π. Κοδρικά].

Translations

foul-mouthed

Arabic: بَذِيء اللِّسَان‎; Catalan: malparlat, renegaire, llenguallarg; Danish: grov i munden; English: bawdy, foulmouth, foulmouthed, foul-mouthed, foul-spoken, gutter mouth, guttermouth, obscene, pottymouthed, potty-mouthed, scurrilous, smutty; Finnish: rääväsuinen; French: mal embouché; German: unflätig, mit Schimpfwörtern um sich werfend; Greek: αθυρόστομος, αισχρολόγος, βωμολόχος, χυδαιολόγος, βρωμόστομος; Ancient Greek: αἰσχεόμυθος, αἰσχεορήμων, αἰσχεόφημος, αἰσχροεπής, αἰσχρολόγος, αἰσχρορρήμων, βρωμολόγος, κακοστόματος, κακόστομος, μιαρόγλωσσος, στόμαργος; Italian: sboccato, scurrile; Latin: maledicax; Norwegian Bokmål: rappkjeftet; Polish: niewyparzony; Portuguese: desbocado; Scots: roch; Spanish: malhablado, desbocado, deslenguado, lenguaraz; Tagalog: palamura; Westrobothnian: fulmönt