εὔκομος: Difference between revisions
Ἰδών τι κρυπτὸν (χρηστὸν) μηδὲν ἐκφάνῃς ὅλως → Aliquid vidisti occultum (pulchrum)? Nihil elimina → Siehst du Verborgnes (was Gutes), offenbare dich nicht ganz
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />à la belle toison.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κόμη]]. | |btext=ος, ον :<br />[[à la belle toison]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κόμη]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:30, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, (κόμη) lovely-haired, of goddesses and noble ladies, Ep. and Lyr. form ἠΰκομος, Il.1.36, Hes. Th.241, Pi.O.6.91, P.5.45; Σελήνη Epimenid.2: in Prose, Philostr.Ep.29; well-fleeced, εὔκομα μῆλα AP9.363.20 (Mel.); with goodly foliage, δένδρεσιν ἠϋκόμοισιν Emp.127.2, cf. Alex.Aphr.Pr.2.51.
German (Pape)
[Seite 1075] = εὐκόμης, z. B. μῆλα, Mel. 110, 20 (IX, 363). Vgl. das ep. ἠΰκομος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la belle toison.
Étymologie: εὖ, κόμη.
Russian (Dvoretsky)
εὔκομος: эп. ἠΰκομος 2
1 прекраснокудрый (Λητώ Hom.; θεοί Hes.);
2 прекраснорунный (μῆλα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔκομος: Ἐπικ. ἠΰκομος, ον, (κόμη) ἔχων ὡραίαν κόμην, ἐπὶ θεαινῶν καὶ εὐγενῶν γυναικῶν, Ὅμ. καὶ Ἡσίοδ., ἐν τῷ Ἐπικῷ τύπῳ· οὕτω Πινδ. Ο. 6.154, Π. 5. 60· εὔμαλλος, εὔκομα μῆλα Ἀνθ. Π. 9. 363, 20: - ἐπὶ ἄλσους, Πολυδ. Α΄, 229.
Greek Monolingual
εὔκομος, -ον, επικ. και λυρικός τ. ἠΰκομος, -ον (Α)
1. (για θεές και ευγενείς γυναίκες) αυτή που έχει ωραία κόμη, ωραία μαλλιά, η καλλίκομος
2. (για ζώα) αυτός που έχει καλό, ωραίο μαλλί, ο εύμαλλος («εὔκομα μῆλα» — τα εύμαλλα πρόβατα, Ανθ. Παλ.)
3. (για δέντρα) α) αυτός που έχει ωραίο φύλλωμα («δένδρεσιν ἠϋκόμοισιν», Εμπ.)
β) καρποφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κομος (< κόμη), πρβλ. βαθύκομος, καλλίκομος].
Greek Monotonic
εὔκομος: Επικ. ἠΰ-κ-, -ον (κόμη), αυτός που έχει όμορφα μαλλιά, σε Όμηρ., Ησίοδ.· λέγεται για πρόβατα, αυτά που έχουν ωραίο μαλλί, σε Ανθ.