κατάκλειστος: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />enfermé.<br />'''Étymologie:''' [[κατακλείω]]. | |btext=ος, ον :<br />[[enfermé]].<br />'''Étymologie:''' [[κατακλείω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 13:40, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, shut up, of women, Call.Fr.118, cf. LXX 2 Ma.3.19, Luc.Tim.15, Hsch.; οἴκοι κατάκλειστος ἦν D.L.6.94; κ. εἶχεν τὰ βιβλία Str.13.1.54; precious, τίμιον ἢ κ. S.E.P.1.143.
German (Pape)
[Seite 1353] eingeschlossen, eingesperrt; κατάκλειστον ἐν θύραις καὶ σκότῳ φυλάττοντας Luc. Tim. 15; Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
enfermé.
Étymologie: κατακλείω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάκλειστος -ον [κατακλείω] opgesloten.
Russian (Dvoretsky)
κατάκλειστος:
1 запертый (ἐν θύραις Luc.; οἴκοι Diog. L.);
2 живущий взаперти (γυνή Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
κατάκλειστος: -ον, κατακεκλεισμένος, ἐπὶ γυναικῶν, Καλλιμ. Ἀποσπ. 118· γύναια κ. μηδὲ τῆς αὐλείου προερχόμενα Φιλ. σ. 977Ε, πρβλ. Λουκ. Τίμ. 15· οἴκοι κατάκλειστος ἦν Διογ. Λ. 6. 94· κ. εἶχε τὰ βιβλία Στράβ. 609.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κατάκλειστος, -ον) κατακλείω
ο τελείως κλεισμένος (α. «τα παράθυρα ήταν κατάκλειστα» β. «οἳ κατάκλειστα εἶχον τὰ βιβλία», Στράβ.)
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που δεν βγαίνει έξω από το σπίτι του, ούτε δέχεται επισκέψεις, ο απομονωμένος («μένει κατάκλειστος, αφοσιωμένος στο διάβασμα»)
2. ο περιφραγμένος από παντού («το σπίτι ήταν κατάκλειστο από τις λεμονιές»)
μσν.
φρ. «κατάκλειστον ποιῶ» — κρατώ σε περιορισμό
μσν.-αρχ.
(κυρίως για ανύπαντρες γυναίκες) αυτή που μένει πάντοτε κλεισμένη στο εσωτερικό του σπιτιού («αἱ δὲ κατάκλειστοι τῶν παρθένων», ΠΔ)
αρχ.
πολύτιμος, βαρύτιμος.
επίρρ...
κατάκλειστα
εντελώς κλειστά.