κυνοθαρσής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />d'une impudence cynique.<br />'''Étymologie:''' [[κύων]], [[θάρσος]]. | |btext=ής, ές :<br />[[d'une impudence cynique]].<br />'''Étymologie:''' [[κύων]], [[θάρσος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 13:45, 8 January 2023
English (LSJ)
ές, impudent as a dog, Theoc.15.53: κυνοθρασής, A. Supp.758 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
d'une impudence cynique.
Étymologie: κύων, θάρσος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυνοθαρσής -ές en κυνοθρασής -ές [κύων, θάρσος] hondsbrutaal.
German (Pape)
ές, hundedreist, frech wie ein Hund, Theocr. 15.53.
Russian (Dvoretsky)
κῠνοθαρσής: Theocr. = κυνοθρασύς.
Greek Monolingual
κυνοθαρσής ή κυνοθρασής, -ές (Α)
θρασύς σαν σκύλος («κυνοθαρσείς, θεῶν ἐπαΐοντες οὐδέν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -θαρσής (< θάρσος «θάρρος»), πρβλ. δορυ-θαρσής λυκο-θαρσής].
Greek Monotonic
κῠνοθαρσής: -ές (θάρσος), θρασύς, αδιάντροπος όπως ο σκύλος, σε Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνοθαρσής: -ές, θρασύς, ἀναιδὴς ὡς κύων, Θεόκρ. 15, 53· κῠνοθρᾰσής, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 758.