μελάνοστος: Difference between revisions

From LSJ

ἐκ τῆς θαλάττης ἅπασα ὑμῖν ἤρτηται σωτηρίαyour safety altogether depends upon the sea

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux os noirs.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], ὀστόν.
|btext=ος, ον :<br />[[aux os noirs]].<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], ὀστόν.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:55, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάνοστος Medium diacritics: μελάνοστος Low diacritics: μελάνοστος Capitals: ΜΕΛΑΝΟΣΤΟΣ
Transliteration A: melánostos Transliteration B: melanostos Transliteration C: melanostos Beta Code: mela/nostos

English (LSJ)

ον, for μελᾰν-όστεος, black-boned, αἰετοῦ… μελανόστου θηρητῆρος read for μέλανος τοῦ in Il.21.252 by Aristotle (cf. Sch. BT, Eust. 1235.42); cf. μελάνοσσος.

German (Pape)

[Seite 120] für μελανόστεος, od. μελανόστης, Tzetz. zu Lycophr. 148, mit schwarzen Knochen; Arist. wollte μελανόστου Il. 21, 252 statt αἰετοῦ οἴματ' ἔχων μέλανος τοῦ θηρητῆρος lesen, Andere μελανόσσου, mit schwarzen Augen.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux os noirs.
Étymologie: μέλας, ὀστόν.

Greek (Liddell-Scott)

μελάνοστος: -ον, ἀντὶ μελᾰνόστεος, ὁ ἔχων ὀστᾶ, αἰετοῦ... μελανόστου θηρητῆρος, ὡς ὁ Ἀριστοτέλης ἀνεγίνωσκεν ἐν Ἰλ. Φ. 252 (ἴδε Εὐστ. 1235. 12, Πορφ. εἰς Ἰλ. Ω. 315), ἀντὶ τῆς κοινῆς γραφῆς μελανόσσου (ὄσσε), μελανοφθάλμου· ὁ Ἀρίσταρχος ἀνέγνω μέλανος, τοῦ θηρητῆρος· - ἴσως ἡ ἀληθὴς γραφὴ εἶναι μελανούρου, τοῦ ἔχοντος μέλαιναν οὐράν, ἴδε μελάμπυγος ΙΙ, πύγαργος ΙΙ· πρβλ. ὡσαύτως μελανάετος.

Greek Monolingual

μελάνοστος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρα οστά («αἰετοῦ μελανόστου θηρητῆρος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ὀστέον.

Greek Monotonic

μελάνοστος: -ον, αντί μελᾰν-όστεος, αυτός που έχει μαύρα οστά, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

μελάν-οστος, ον [for μελᾰνόστεος]
black-boned, Il.